Το γιατί, το πώς, το πού και το πότε της γεννήσεως του Χριστού
Η εκ Παρθένου Γέννηση του Χριστού, το μόνο «καινόν» υπό τον ήλιον
«Θεός τὸ τεχθέν, ἡ δὲ μήτηρ Παρθένος, τί μεῖζον ἄλλο καινόν εἶδεν ἡ κτίσις;»
Οι στίχοι, παρμένοι από την υπέροχη υμνολογία των Χριστουγέννων εκφράζουν με απαράμιλλο τρόπο το τεράστιας σημασίας γεγονός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδος.
Η αμαρτία και η αμετανοησία του πρώτου ανθρώπινου ζεύγους και στη συνέχεια όλης της ανθρωπότητας, της είχαν στερήσει την δυνατότητα επικοινωνίας με τον Θεό, αλλά και τις πέραν της ορατής κτίσεως πραγματικότητες. Αυτή την εμπειρία διατυπώνοντας ο σοφός Σολομών έλεγε: «οὐδέν καινόν (νέο) ὑπό τὸν ἥλιον», δηλαδή δεν υπάρχει στην κτιστή πραγματικότητα τίποτα το νέο, το ανεπανάληπτο υπό τον ήλιο. Και όμως αυτό το μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός συνέβη, όταν ο υιός του Θεού, ο ΘεόςΛόγος «ἔκλινεν οὐρα-νούς καὶ κατέβη» (Ψαλμ ρμγ′ (143) στιχ. 5), όταν «ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (Ιωάν. α 14).
Πράγματι, με την ενανθρώπισή Του, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο Θεός Λόγος, ένωσε στο πρόσωπό Του, τη Θεία και την ανθρώπινη φύση, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα σε όλους τους ανθρώπους να γίνουν μέτοχοι της ζωής του Θεού, μέσω της ακτίστου χάριτός Του. Η επανένωση του ανθρώπου με τον Θεό επαναφέρει όσα διαταράχθηκαν λόγω της αμαρτίας του στον Παράδεισο.
Οι συνέπειες της αμαρτίας των προπατόρων Αδάμ και Εύας.
Η «ἁμαρτία» και η αμετανοησία των πρωτοπλάστων, είχε ως αποτέλεσμα την δια-κοπή των σχέσεών τους με τον Θεό. Οι συνέπειες αυτής της αποστασίας ήσαν φοβερές :
Οι πρωτόπλαστοι έχασαν τη χάρη του Θεού και αισθάνθηκαν γυμνοί,
αμαυρώθηκε «τό κατ’ εἰκόνα».Αλλοιώθηκαν τα αρχικά τους χαρίσματα και το λογικό τους σκοτίστηκε,
Η φύση έπαυσε να αναγνωρίζει τον άνθρωπο ως Βασιλέα, έγινε εχθρική απέναντί του. Η γή πλέον βλαστάνει «ἀκάνθας και τριβόλους» (δηλ. γίνεται εχθρική προς τον άνθρωπο) και τα ζώα τον αντιμετωπίζουν ως εχθρό, δεν τον υπακούουν και τον κατασπαράσσουν.
Ο άνθρωπος κερδίζει με πολύ κόπο και ιδρώτα το ψωμί της οικογένειάς του
οι σχέσεις του Αδάμ με τη σύζυγό του και τους άλλους συνανθρώπους του διεστρά-φησαν και έγιναν εχθρικές και ανταγωνιστικές. Η γυναίκα παύει να είναι ισότιμη με τον άνδρα. Υποδουλώνεται και καταδυναστεύεται από αυτόν
Μπαίνει στη ζωή του το κακό και ο θάνατος.
Αλλά και εσωτερικά ο άνθρωπος διχάζεται. Βλέπει δύο τάσεις να αντιπαλεύουν εντός του, τον νόμο της σάρκας και τον νόμο του πνεύματος.
Το χειρότερο όμως όλων είναι ότι αφότου έπαυσε να έχει απευθείας σχέση με τον Θεό και χωρίστηκε από Αυτόν, για να τραβήξει τον δικό του αυτόνομο δρόμο, η χάρη του Θεού έπαυσε να τον προστατεύει από τις δαιμονικές επηροές. ¨Ετσι, έκτοτε γίνεται παιχνιδάκι στα «χέρια» του διαβόλου. Κατατυραννείται και καταδυναστεύεται από τις δαιμονικές δυνάμεις.
Η ανάγκη επεμβάσεως του Θεού στην Ιστορία
Από την καταδυνάστευση των δαιμονικών δυνάμεων ήταν αδύνατο να ξεφύγει ο άνθρωπος, παρά μόνο με την ενεργό επέμβαση του Θεού. Ο Θεός έγινε άνθρωπος από απέραντο σεβασμό στην ανθρώπινη ελευθερία. Με την ενανθρώπισή Του απέκρυψε την Θεότητά Του, για να μπορέσει να του μιλήσει στην ίδια γλώσσα, για να τον πείσει χωρίς να τον εξαναγκάσει να ζήσει την «κατά Θεόν» ζωή. Για να επιτελέσει με τη θέλησή του τον προορισμό για τον οποίο πλάστηκε αρχικά από το Θεό, δηλ. με αφετηρία το «κατ’ εἰκόνα» να φθάσει στο «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ο Ιησούς Χριστός, προσδοκία των Εθνών
Παγκόσμια υπήρξε η προσδοκία ενός θεόσταλτου θείου Λυτρωτή. Και είναι μεν γνωστές από την Παλαιά Διαθήκη οι θαυμαστές προφητείες και προτυπώσεις, με τις οποίες ο Θεός προετοίμασε Ισραηλιτικό λαό για την έλευση του Σωτήρος. Παραμένουν όμως εν πολλοίς άγνωστοι οι τρόποι και τα πρόσωπα που επέλεξε ο Θεός για να προετοιμάσει και άλλους λαούς, να δεχθούν το Μεσσία Χριστό. Οι μαρτυρίες είναι πάρα πολλές.
Για να σχηματίσουμε μια πιο ολοκληρωμένη αντίληψη της τεράστιας προσφοράς του Χριστιανικού μηνύματος, θα αρχίσουμε με μια σύντομη περιγραφή της κατάστασης του προχριστιανικού κόσμου.
Η κατάσταση του κόσμου πριν από την έλευση του Χριστού
Α. Η ειδωλολατρεία
Η λήθη του αληθινού Θεού στην προχριστιανική ανθρωπότητα ήταν τέτοια ώστε, όπως αναφέρει ο κορυφαίος της Γαλλικής Εκκλησιαστικής ρητορείας Bossuet (17ος αιώνας) «τα πάντα έγιναν θεοί εκτός από τον αληθινό Θεό». Ο Απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή του λέει: «ἤλλαξαν τὴν δόξαν τοῦ ἀφθάρτου Θεοῦ, ἐν ὁμοιώματι εἰκόνος φθαρτοῦ ἀνθρώπου καὶ πετεινῶν καὶ τετραπόδων καὶ ἑρπετῶν» (Ρωμ.α΄23), δηλαδή αντάλλαξαν τη δόξα του αληθινού άφθαρτου Θεού με ομοιώματα ανθρώπων, πετεινών, τετραπόδων και ερπετών.
Αμέτρητοι Θεοί είχαν δημιουργηθεί παντού και από οποιοδήποτε υλικό. Μάρμαρο, ξύλο, κομμάτι χαλκού ή άλλου μετάλλου αρκούσε για να δημιουργηθεί ένας Θεός. Το οικτρό φαινόμενο της πολυθεΐας ήταν πιο έντονο στις μεγάλες πόλεις όπως Ρώμη, Αθήνα και Αλεξάνδρεια.
Στην Αθήνα, γράφει ο Ρωμαίος σατυρικός Πετρώνιος, συναντούσες περισσότερους θεούς παρά ανθρώπους. Ευτυχώς, ο Απόστολος Παύλος βρήκε και βωμό αφιερωμένο στον «άγνωστο Θεό» (Πραξ. ιζ΄ 23), πράγμα που του έδωσε αφορμή να ομιλήσει στους Αθη-ναίους, για τον αληθινό Θεό: «ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ὲγὼ καταγγέλω ὑμῖν».
Στην Ρώμη λατρεύονταν ως θεοί οι αυτοκράτορες πριν και μετά το θάνατό τους. Ο αριθμός των θεών εκεί έφθασε τις τριάντα χιλιάδες. Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι, όταν ο Χριστός έγινε γνωστός στη Ρώμη, ο ίδιος ο Τιβέριος πρότεινε τη θεοποίησή του στη Σύγκλητο, η οποία την κατεψήφισε. Παρόλα αυτά ο Τιβέριος δεν έπαυσε να θαυμάζει το Χριστό για τα θαύματά Του, κατείχε εικόνα Του, άφησε να διαδοθεί η πίστη στο παλάτι του, δεν ασπάστηκε όμως ο ίδιος τελικά τον Χριστιανισμό.
Στην Αρχαία Ελλάδα ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν στους θεούς πολλά ανθρώ- πινα πάθη, όπως την κλοπή, τη μοιχεία και την εξαπάτηση του ενός από τον άλλον. Στην Αρχαία Αίγυπτο θεοποίησαν στοιχεία της φύσεως, όπως π.χ. τον Νείλο. Λάτρευαν και θεωρούσαν ιερά πολλά ζώα, διότι τα έβλεπαν ως θεότητες ή ενσαρκώσεις θεών.
Το μόνο έθνος που παρέμεινε στη λατρεία του ενός και μόνου αληθινού Θεού υπήρξε το Ισραηλιτικό, παρόλο που υπήρχαν περίοδοι ειδωλολατρικών αποκλίσεων, όπως αυτή του βασιλέως Αχαάβ και της βασίλισσας Ιεζάβελ. Αυτή εισήγαγε τη λατρεία του Βάαλ και της Αστάρτης.
Μέσα σε αυτές τις ειδωλολατρικές κοινωνίες, όλες οι αξίες είχαν υποστεί φοβερή υποβάθμιση. Η καλοσύνη, η συμπάθεια και η ευσπλαχνία είχαν εκλείψει. Αντίθετα, η πολυθεΐα και η ειδωλομανία, επέτρεπε κάθε ακολασία, ανομία και έγκλημα. Η επιστήμη και η φιλοσοφία, που άλλοτε είχαν αψηφήσει το κώνειο (Σωκράτης) και είχαν ανυψωθεί στην πίστη του απόλυτου Νου, έφθασαν τους τελευταίους αιώνες σε τέλεια παρακμή.
Β. Δουλεία
Όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες είχαν γεμίσει με οικτρά θύματα του αχαλίνωτου ανθρώ-πινου εγωϊσμού, τους δούλους. Αυτοί ήταν άνδρες και γυναίκες, που είχαν χάσει την αξιοπρέπεια και την ελευθερία τους. Οι δούλοι είχαν φθάσει να είναι περισσότεροι από τους ελεύθερους. Ο κάθε δεσπότης είχε απόλυτη εξουσία πάνω στους δούλους του, χωρίς να ελέγχεται από κανένα για τη συμπεριφορά του απέναντί τους. Μπορούσε να τους μαστιγώσει, να τους κακοποιήσει ακόμα και να τους θανατώσει.
Ακόμα και στο Ισραήλ εθεωρείτο αυτονόητη η ύπαρξη δούλων, αγορασμένων ή αιχμαλώτων πολέμου. Στο Μωσαϊκό Νόμο, ο κύριος θεωρούσε τον δούλο του ως μισθωτό, δεν είχε δικαίωμα ούτε να τον βασανίσει, ούτε να τον θανατώσει. Ο Νόμος τιμωρούσε τον φονέα δούλου. Επίσης, ο δούλος συμπληρώνοντας έξι έτη δουλείας, αποκτούσε αυτοδι-καίως την ελευθερία του στο έβδομο έτος (βλ Λευϊτ. κε΄, Δευτερον. ιε΄12, Εξοδ. κα΄2).
Δεν υπήρξε προχριστιανική κοινωνία χωρίς δούλους. Δυστυχώς, και τα εκλεκτότερα πνεύματα της προχριστιανικής εποχής θεωρούσαν τη δουλεία ως κάτι φυσικό. Ο Πλάτων στην Πολιτεία του λέει ότι: «είναι από τη φύση τους, άλλοι να διατάζουν και άλλοι να υπακούουν και να είναι δούλοι» (Πολιτεία Α΄309). Ο μαθητής του Αριστοτέλης, ο θεμελιωτής όλων των επιστημών, στα Πολιτικά του αποφαίνεται ότι ο δούλος είναι μεν όργανο έμψυχο αλλά η ψυχή του είναι κατώτερη της ανθρώπινης ψυχής: «ότι λοιπόν από την φύσι είναι άλλοι ελεύθεροι, άλλοι δε δούλοι είναι φανερό. Στους οποίους και συμφέρει και είναι δίκαιο να είναι δούλοι» (Πολιτικά Α΄2,5).
Μόνο η φιλοσοφία των Στωϊκών, ευρύτατα διαδεδομένη στη Ρώμη από τους φιλοσό-φους Παναίτιο τον Ρόδιο (180-110 π.Χ.) και Ποσειδώνιο (135-50 π.Χ.), αποδοκίμαζε τη δουλεία, αλλά δεν μπόρεσε, βεβαίως,να σώσει την κατάσταση.
Στη Ρωμαϊκή εποχή η κατάσταση των δούλων ήταν τραγική. Κατά τα συμπόσια των κυρίων τους, συχνά οι δούλοι σφάζονταν εν ψυχρώ, για να διασκεδάσουν τους συνδαιτη-μόνες. Άλλοτε, κατατεμαχίζονταν και ρίχνονταν τροφή στα ψάρια, που κολυμπούσαν στις δεξαμενές των πατρικών και Ρωμαίων συγκλητικών. Άλλες φορές οι δούλοι δεμένοι με αλυσίδες ρίχνονταν στα αμφιθέατρα για να κατασπαραχθούν από τα άγρια και πεινασμένα θηρία ή καίγονταν ζωντανοί για ψυχαγωγία των θεατών. Στο στίβο του αμφιθεάτρου γυμνασμένοι δούλοι, μονομαχούσαν μέχρι θανάτου μεταξύ τους ή με θηρία. Μέσα σε ένα μήνα ο αριθμός αλληλοφονευομένων ή κατασπαραγμένων από θηρία δούλων έφθανε τις είκοσι έως τριάντα χιλιάδες.
Στον πανηγυρικό εορτασμό, που έκανε ο αυτοκράτωρ Τραϊανός (101-106 μ.Χ.) για τη νίκη του κατά των Δακών, εφονεύθησαν δέκα χιλιάδες δούλοι. Στην κηδεία του επάρχου Σεκούνδου εφονεύθησαν, κατά την επιθυμία του, και οι τριακόσιοι δούλοι του. Αυτά είναι μόνον λίγα παραδείγματα.
Γενικά, οι Ρωμαίοι έφθασαν στο αποκορύφωμα της απανθρωπιάς. Αντίθετα, οι Ιουδαίοι και οι Έλληνες, ιδίως οι Αθηναίοι, φέρονταν με επιείκεια στους δούλους. Ο Ξενοφών έλεγε χαρακτηριστικά «εδώ δεν επιτρέπεται ούτε να τους χτυπήσεις, ούτε άν το κάνεις θα σου μείνει κανείς δούλος». (Αθην. Πολ. Α΄1012).
Γ. Τα ήθη
Οι διδασκαλίες του Επικούρου και του Αριστίππου του Κυρηναίου είχαν εισαγάγει στην κοινωνία την φιληδονία και την πολυτέλεια. Οι άνθρωποι κυλίονταν στην σαρκολα-τρεία και η διαφθορά και η εξαχρείωση είχαν φθάσει στο αποκορύφωμα. Παντού βασίλευε η αποθέωση των ανθρωπίνων παθών και των κτηνωδών ενστίκτων. Κανείς ηθικός νόμος δεν ενέπνεε τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων.
Αρχικά, η ρωμαϊκή κοινωνία διαπνεόταν από αρκετά υγιείς αρχές, ώστε η αυστηρότητα των ηθών και η σωφροσύνη των Ρωμαίων είχε καταστεί παροιμιώδεις. Αλλά ο αμύθητος πλούτος, που συσσώρευαν οι συνεχείς κατακτήσεις στη Ρώμη, είχε φυσική συνέπεια την χαλάρωση των ηθών και την επικράτηση πρωτοφανούς ακολασίας. Η γενική διαφθορά είχε διαδοθεί σε όλες τις τάξεις και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Και στους θεούς τους απέδιδαν αισχρά ανθρώπινα πάθη. Τους παρουσίαζαν πιο διεφθα-ρμένους από τους ανθρώπους. Ο Δίας παρουσιαζόταν ασελγής, ο Άρης αιμοχαρής, η Αφροδίτη ακόλαστη κοκ. Και επειδή από την ιδέα που είχε κανείς για το θεό, εξαρτάται και η ηθική του, γι αυτό και η ηθική είχε εξοβελισθεί από παντού, η τιμή είχε χάσει το νόημά της. Η μοιχεία, η πορνεία και η αιμομιξία πρυτάνευαν παντού.
Ο ηθικός μολυσμός δεν υπήρχε μόνο μεταξύ εθνικών αλλά και Ιουδαίων, ώστε ο προφή-της Δαυίδ στον 13ο ψαλμό να λέει: «Πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν, οὐκ ἐστι ποιῶν χρηστότητα, οὐκ ἐστιν ἕως ἑνός». Εκφράζοντας δε την παγκόσμια κραυγή απογνώσεως έλεγε:«κλῖνον, Κύριε, τοὺς οὐρανούς καὶ κατάβηθι» [Ψαλμ. ρμγ΄(143) 5] θέλοντας να τονίσει ότι κανείς άλλος πλην του ιδίου του Θεού δεν μπορούσε να λυτρώσει το ανθρώπινο γένος.
Ο Ιουδαίος ιστορικός Ιώσηπος, εκφράζοντας τον αποτροπιασμό του για την έσχατη εξαχρείωση των ομοεθνών του λέει ότι: «εάν δεν έρχονταν τα ρωμαϊκά στρατεύματα για να τιμωρήσουν εκείνους τους ασεβείς (συμπατριώτες μου), θα τους ανέμενε η τύχη των Σοδόμων και της Γομόρρας» (Ιουδ. Πόλεμος VIII κεφ 12).
Παρόλο που ο σκοπός της ελεύσεως του Χριστού στον κόσμο δεν ήταν απλώς η ηθική βελτίωση του κόσμου, αλλά η επανασύνδεση της ανθρωπότητας με το Θεό και κατά συνέπεια η δυνατότητα σωτηρίας και θεώσεως κάθε ανθρώπου, και η ηθική βελτίωση της κοινωνίας θα ήταν μεγάλη υπόθεση, θα άγγιζε τα όρια του θαύματος.
Δ. Η γυναίκα
Σε όλους σχεδόν τους λαούς της προχριστιανικής ανθρωπότητας η γυναίκα είχε καταντήσει ιδιοκτησία και υποχείριο του άνδρα, όργανο ηδονής, χωρίς γνώμη και ελευ-θερία και χωρίς την παραμικρή ηθική αξία. Εθεωρείτο κατώτερης πνευματικής αξίας από τον άνδρα και τις περισσότερες φορές αντικείμενο περιφρόνησης. Στο θέμα του γάμου συνήθως δεν επέλεγε η ίδια το σύζυγό της. Τις περισσότερες φορές γινόταν αντικείμενο αγοραπωλησίας.
Εξαίρεση στο γενικό κανόνα αποτελεί το Ισραηλιτικό έθνος, όπου η γυναίκα λόγω του Μωσαϊκού Νόμου είχε κάποια δικαιώματα και κάποια αξία, χωρίς να είναι κατά πάντα ίση με τον άνδρα.
Στην Αρχαία Σπάρτη απολάμβανε κάποιας τιμής, διότι συμμετείχε στην πολιτική ζωή των Σπαρτιατών. Στην Αρχαία Αθήνα υποτιμάται σε σχέση με τον άνδρα και πολλές φορές παραγκωνίζεται από την «εταίρα». Στη Ρώμη εξαχρειώνεται, διότι το διαζύγιο είναι πολύ εύκολο και ο θεσμός της οικογένειας έχει γίνει πολύ εύθραυστος.
Στους Σκύθες και στους Ινδούς η γυναίκα καίγεται μαζί με τον νεκρό άνδρα της.
Ε. Η Οικογένεια
Την κατάπτωση και εξαχρείωση της γυναίκας ήταν φυσικό να ακολουθήσει και η οικογένεια. Η γυναίκα έχασε τη σωστή της θέση ως σύζυγος και μητέρα μέσα στην οικογέ-νεια, διότι ο θεσμός του γάμου είχε καταντήσει πιο εύθραυστος και από τον ιστό της αράχνης. Ο γάμος είχε ξεπέσει σε απλή συναλλαγή με ταπεινά κίνητρα, τα ανθρώπινα πάθη και τα οικονομικά συμφέροντα.
Ο Ρωμαίος φιλόσοφος Σενέκας, λέει χαρακτηριστικά για τα ήθη της εποχής του: «οι άνδρες νυμφεύονταν για να χωρίσουν και χώριζαν για να νυμφευθούν». Υπήρχαν κυρίες της υψηλής περιωπής στη Ρώμη, οι οποίες αριθμούσαν τα χρόνια τους όχι με τον αριθμό των υπάτων (που άλλαζαν κάθε χρόνο), αλλά με τον αριθμό των συζύγων που έπαιρναν.
Τα συχνά διαζύγια είχαν ως συνέπεια τη χαλάρωση και των δεσμών που συνδέουν γονείς με παιδιά, αφού συνήθως αυτά ήσαν καρποί ανομίας. Μερικά από αυτά τα παιδιά φονεύονταν από τις μητέρες τους ή αφήνονταν στους δρόμους να πεθάνουν από πείνα ή από κρύο, η να κατασπαραχθούν από σκύλους και άγρια θηρία της νύκτας. Μόνο στη Θήβα ήταν απαγορευμένη η έκθεση παιδιών.
Οι νόμοι του Σόλωνος επέτρεπαν τη θανάτωση νεογέννητων παιδιών από τους γονείς τους. Ο Πλάτων στην Πολιτεία του εγκρίνει την έκθεση βρεφών (Πολιτεία Ε΄θ.460). Κατά τον ιστορικό Τάκιτο (Hist V9) η έκθεση των βρεφών ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στους Έλληνες. Οι νόμοι του Λυκούργου στην Σπάρτη επέτρεπαν τη θανάτωση ελαττωματικών ή μη αρτιμελών βρεφών στο φαράγγι του Ταϋγέτου, στον Καιάδα.
Στην απολογία κατά των Ρωμαίων συγκλητικών ο Χριστιανός απολογητής του 2ου αιώνα Τερτυλλιανός έλεγε: «Υπάρχει κανείς από σας που να μην παρέδωσε στο θάνατο τα παιδιά του, που να μην τα έπνιξε, που να μην τα θανάτωσε με πείνα ή με έκθεση στα χιόνια ή πετώντας τα στους σκύλους και στα σαρκοφάγα όρνεα;» (Α΄απολογία 15).
Ο ξεπεσμός των ανθρωπίνων κοινωνιών δεν θα ήταν πιστευτός, εάν δεν υπήρχαν κάποιοι γνωστοί συγγραφείς και ιστορικοί να τον γνωστοποιήσουν. Πολλοί από την απελπισία κατέφευγαν στην αυτοκτονία, την οποία μάλιστα θεωρούσαν και αρετή. Σ’ αυτό έδιναν παράδειγμα ορισμένα σημαντικά πρόσωπα (π.χ Λεύκιος Σενέκας) παρά τη ρητή γνώμη του Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρούσε την αυτοκτονία δειλία και όχι ηρωισμό.
Η προς τον πλησίον αγάπη ήταν άγνωστη. Κανένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, για την περίθαλψη φτωχών, ορφανών, ασθενών ή γερόντων, δεν κοσμούσε τις κοινωνίες. Οι ξένοι περιφρονούνταν ως εχθροί και βάρβαροι.
Ζοφώδες πέπλο κάλυπτε όλη την ανθρωπότητα, η οποία κινδύνευε να αυτοκαταστραφεί. Η έμπρακτη αμαρτία, προϊόν της απομάκρυνσης από τον Θεό, είχε αρχίσει με την πτώση των Πρωτοπλάστων και έδωσε το δικαίωμα στον εισηγητή της κακίας διάβολο να παρασύρει όλο το ανθρώπινο γένος. Αλλά το ηθικό κακό που περιγράψαμε ήταν απλώς η εξωτερίκευση της εσωτερικής τραγωδίας του προχριστιανικού ανθρώπου, της αποξενώσεώς του δηλ. από την χάρη του Θεού. Η πηγή του κακού ήταν η καρδιά του αυτονομημένου από τον Θεό ανθρώπου. Οι αιώνες περνούσαν, οι κοινωνίες φαινομενικά εκπολιτίζονταν, αλλά το κακό αντί να ελαττώνεται πολλαπλασιαζόταν.
Αποτυχία των Αρχαίων φιλοσόφων να διορθώσουν τον κόσμο
Τα μεγάλα πνεύματα της ανθρωπότητας, οι σοφοί της αρχαιότητας (Θαλής, Αναξιμένης, Ηράκλειτος, Πυθαγόρας, Σωκράτης, Πλάτων, Αριστοτέλης, Σενέκας, Πλωτίνος, κ.λ.π) μάταια προσπάθησαν να συγκρατήσουν τους ανθρώπους από τον ολισθηρό τους κατήφορο, να τους κάνουν ενάρετους και ευτυχείς και να τους απαλλάξουν από τις πλάνες τους.
Αψευδέστατος μάρτυρας της αποτυχίας των φιλοσοφικών συστημάτων να διορθώσουν τον κόσμο υπήρξε ο πρύτανης των φιλοσόφων, ο Σωκράτης, ο οποίος βλέποντας τις προσπάθειές του να αποβαίνουν μάταιες, αναφώνησε στην απολογία του: «Τὸν λοιπὸν βίον καθεύδοντες διατελοῖτε ἂν, εἰ μή τινα ἄλλον ὁ Θεός ὑμῖν ἐπιπέμψειεν κηδόμενος ὑμῶν» (Απολ.31a) δηλαδή: θα συνεχίζατε να κοιμόσαστε στην υπόλοιπη ζωή σας , εκτός εάν ο Θεός, φροντίζοντας για σας, σας στείλει κάποιον άλλον. Ο κατά πάντα άξιος μαθητής του Σωκράτη, ο Πλάτων, ομολόγησε στην περισπούδαστη «Πολιτεία» του ότι: «η πιο δύσκολη επιχείρηση είναι το να διορθώσει κανείς τους ανθρώπους» (Πολιτ. Δ΄320). Τα ίδια διακήρυξε ο Αριστοτέλης και ο Πυθαγόρας. Την απελπιστική κατάσταση της κοινωνίας επεσφράγησε ο Νεοπλατωνικός φιλόσοφος Πλωτίνος με τους βαρυσήμαντους λόγους του: «αφού οι άνθρωποι δεν μπορούν να υψωθούν μέχρι τους θεούς, οφείλουν οι θεοί να κατέβουν στους ανθρώπους» (Θ΄ Απολογητικός Λόγος)
Η κατάσταση στο Ισραήλ και η προσδοκία του Μεσσία
Όπως είναι γνωστό από την Παλαιά Διαθήκη, ο Θεός για να προετοιμάσει την ανθρωπότητα να δεχθεί το Σωτήρα Χριστό, επέλεξε έναν ευσεβή άνθρωπο, τον Αβραάμ, που πίστευε σε ένα μόνο Θεό, τον Δημιουργό του Σύμπαντος· τον απομάκρυνε από τους συγγενείς του και την πατρίδα του, την Μεσοποταμία, και τον έστειλε να κατοικήσει στην Παλαιστίνη. Από τον Αβραάμ ο Θεός δημιούργησε το Ισραηλιτικό Έθνος, από το οποίο, όπως είχε προειδοποιήσει διαμέσου των προφητών, επρόκειτο να γεννηθεί ο Μεσσίας, ο Σωτήρας του κόσμου.
Το έθνος αυτό ήταν εξαντλημένο. Είχε χάσει την αυτονομία του μετά από αλλεπάλληλες υποδουλώσεις και ήταν βαθιά διχασμένο από φατρίες και αδιάλλακτες αιρέσεις. Από το έτος 63 π.Χ. είχε υποταχθεί στα Ρωμαϊκά στρατεύματα υπό τον Πομπήιο και υπαγόταν διοικητικά στη Συρία. Η ηθική του κατάσταση είχε φθάσει την εποχή του Χριστού σε έσχατη αθλιότητα. Οι ειδωλολατρικές ανηθικότητες είχαν εισχωρήσει βαθιά μέσα του και απειλούσαν να καταστρέψουν ό,τι είχε μείνει όρθιο.
Στην Ιερουσαλήμ υπήρχε Ρωμαϊκή φρουρά. Ο Ρωμαίος διοικητής Πόντιος Πιλάτος κυβερνούσε απολυταρχικά. Βασιλιάς στο Ισραήλ δεν υπήρχε πλέον, γι αυτό και κατά τη «δίκη» του Χριστού, ο Πιλάτος ρώτησε τους Ιουδαίους: «τὸν Βασιλέα ὑμῶν σταυ-ρώσω;» και αυτοί απάντησαν «οὐκ ἔχομεν Βασιλέα, εἰ μὴ Καίσαρα». Η πνευματική ηγεσία απoτελείται από τους Αρχιερείς, τους Γραμματείς (νομοδιδασκάλους) και τους Φαρισαίους, οι οποίοι κρατούσαν το λαό μέσα στα στενά δεσμά του θρησκευτικού φανα-τισμού. Ήταν τέτοια η κατάστασή τους, ώστε ο Αρχιερέας τους, που θα έπρεπε να είναι ο τηρητής και ακριβής διδάσκαλος του Νόμου, ανήκε στην αίρεση των αιρετικών Σαδδουκαίων (οι οποίοι δεν πίστευαν στην κοινή Ανάσταση όλων των ανθρώπων).
Μέσα σε αυτή την κατάσταση της γενικής διαφθοράς, οι Ιουδαίοι είχαν τόσο σκοτιστεί, ώστε ερμήνευαν τις προφητείες με γήϊνα κριτήρια. Είχαν πιστέψει ότι θα ιδρυθεί από τον Μεσσία επίγεια βασιλεία, η οποία όχι μόνο θα διδάξει το λαό, αλλά και θα νικήσει και θα υποτάξει τα εχθρικά έθνη. Αυτή η από-πνευματοποίηση της Μεσσιανικής προσδοκίας αναπτύχθηκε βαθμιαία και ολοκληρώθηκε την εποχή των Μακκαβαίων (175-135 πΧ). Τότε, με τους αγώνες των Ιουδαίων εναντίον των Ελλήνων Σελευκιδών (οι οποίοι προσπάθησαν να τους αλλαξοπιστήσουν), η αντίληψη για τον αναμενόμενο Μεσσία άλλαξε ριζικά. Από τον οικουμενικό και πνευματικό χαρακτήρα του προσώπου του Μεσσία (που είχε περιγράψει ο προφήτης Ησαΐας και οι άλλοι προφήτες της Παλ. Διαθήκης), αναπτύ-χθηκε η ερμηνεία ενός Μεσσία πολεμιστή, που θα ξεσήκωνε τον λαό εναντίον του κατακτητή και θα επανέφερε τους Ιουδαίους στην εξουσία. Από την εποχή εκείνη μέχρι και σήμερα, οι Ιουδαίοι περιμένουν τη βασιλεία του Μεσσία σαν μια εγκόσμια αυτοκρατορία που θα διαδεχθεί τις προηγούμενες και θα έχει κέντρο το Ισραήλ. Κατά την άποψη αυτή, τα άλλα έθνη όχι μόνο δεν θα συμμετάσχουν στη Βασιλεία του Μεσσία, αλλά θα υποταγούν σ’ αυτήν. Η τάση αυτή συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όχι πολύ φανερά, με το διεθνή Σιωνισμό και τους συνοδοιπόρους του.
Οι κριτές του Ισραήλ και οι προφήτες αγωνίσθηκαν να συγκρατήσουν τον περιούσιο λαό του Θεού στην πίστη στον Ένα και Αληθινό Θεό, αλλά και σε κάποια ηθική καθαρότητα και αγνότητα, ώστε, όταν έλθει ο κατάλληλος καιρός («τό πλήρωμα τοῦ χρόνου»), να ευρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος (γυναίκα) που θα δάνειζε σάρκα στον Λυτρωτή για να κατέβει στη γη.
Το Πρωτευαγγέλιο της Σωτηρίας
Την αποστολή του Θείου Λυτρωτή στον κόσμο υποσχέθηκε ο Θεός μετά την τιμωρία των Πρωτοπλάστων και την εκδίωξή τους από τον Παράδεισο, απευθυνόμενος προς τον διάβολο: «ἔχθραν θήσω ἀνὰ μέσον σοῦ καὶ ἀνά μέσον τῆς γυναικός, καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματός σου καὶ ἀνὰ μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς. Αὐτὸς (δηλαδή ο Χριστός) σοῦ τηρήσει τὴν κεφαλὴν καὶ σὺ τηρήσεις Αὐτοῦ πτέρναν» (Γεν γ΄15) θέλοντας να πει ότι ο Χριστός, ως απόγονος γυναίκας, θα συντρίψει την κεφαλήν του όφεως, δηλαδή θα καταργήσει το κράτος του διαβόλου, ενώ ο διάβολος θα κτυπήσει την πτέρνα του Χριστού, υπονοώντας ότι θα επιφέρει τον σωματικό θάνατό Του. Η υπόσχεση αυτή του Θεού ονομάζεται Πρωτευαγγέλιο της Σωτηρίας.
Όπως πληροφορούμαστε από την ιστορία των θρησκειών, σχεδόν όλα τα έθνη διατή-ρησαν μέσα στους μύθους τους, άλλα αμυδρότερα και άλλα ζωηρότερα την παράδοση αυτής της υποσχέσεως του Θεού, για την αποστολή του Μεγάλου Σωτήρα και Λυτρωτή. Στο Ισραηλιτικό έθνος ο Θεός εργάστηκε επί δεκαέξι αιώνες για να προεικονίσει δια των προφητών την φυσιογνωμία του Μεσσία, που επρόκειτο να στείλει στον κόσμο. Από αιώνα σε αιώνα απεκάλυπτε νέα χαρακτηριστικά του προσώπου, της ζωής και του έργου Του. Η ακριβής εκπλήρωση των προφητειών αποτελεί ένα μόνιμο θαύμα δια μέσου των αιώνων.
Εκτός από τους Εβραίους προφήτες μίλησαν στον διάβα των αιώνων και πολλά εκλεκτά πνεύματα φιλοσόφων από τον ειδωλολατρικό κόσμο. Και ενώ όλοι οι μεγάλοι άνδρες είναι γνωστοί από την ιστορία τους (από τη γέννηση μέχρι το θάνατό τους), ο Ιησούς Χριστός έγινε γνωστός, δια των προφητών, προτού ακόμα γεννηθεί.
Η πραγματοποίηση της υποσχέσεως του Θεού
Ο τόπος, ο τρόπος και ο χρόνος γεννήσεως του Χριστού
Α. Ο τόπος γεννήσεως
Επτακόσια πενήντα χρόνια προ Χριστού ο προφήτης Μιχαίας είχε γράψει ότι ο Χριστός θα γεννηθεί στη Βηθλεέμ, στο χωριό του Δαυίδ, ως εξής: «καὶ σὺ Βηθλεέμ οἶκος τοῦ Ἐφραθᾶ, μὴ ὀλιγοστός εἶ τοῦ εἶναι ἐν χιλιάσιν Ἰούδα. Ἐκ σοῦ γὰρ μοι ἐξελεύσεται τοῦ εἶναι εἰς ἄρχοντα ἐν τῷ Ἰσραήλ» (Μιχ ε΄2).
Πράγματι, ο Ευαγγελιστής Ματθαίος στο κεφάλαιο που περιγράφει τα γεγονότα της γέννησης του Χριστού, αναφέρει ότι, οταν οι τρείς Μάγοι έφθασαν στα Ιεροσόλυμα και ρωτούσαν «Ποῦ ἐστίν ὁ τεχθεὶς βασιλεύς;» ο Ηρώδης εκάλεσε τους Γραμματείς και τους Αρχιερείς και ζήτησε πληροφορίες για το πού ο Χριστός πρόκειται να γεννηθεί σύμφωνα με τις υπάρχουσες προφητείες. Αυτοί απάντησαν: «ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας. Οὕτω γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου. Καὶ σὺ Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα. Ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελευσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ισραήλ» (Ματθ β΄5,6).
Β. Ο τρόπος γεννήσεως (εκ Παρθένου)
Στο πρωτευαγγέλιον της σωτηρίας (Γεν. γ΄15) που αναφέρει στην Γένεση η Παλαιά Διαθήκη, αναγγέλεται ότι ο Χριστός θα γεννηθεί εκ «σπέρματος γυναικός», δηλαδή άνευ ανδρός. Θα ήτο «υιός ανθρώπου» ενός μόνο ανθρώπου, μιας γυναίκας και εκ Πνεύματος Αγίου. Η παράδοξη αυτή γέννηση προαναγγέλεται οκτακόσια χρόνια προ Χριστού από τον προφήτη Ησαΐα ως εξής: «διὰ τοῦτο δώσει Κύριος αὐτὸς σημεῖον. Ἰδού, ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἑμμανουήλ» (Ης ζ΄14). Την πληροφορία αυτή επισφραγίζει ο άγγελος, που εμφανίζεται στον μνήστορα Ιωσήφ, για να τον καθησυχάσει να μην εκδιώξει την Μαριάμ από το σπίτι του ως κλεψίγαμο, διότι το παιδί που κυοφορεί είναι «εκ Πνεύματος Αγίου». Του λέει λοιπόν: «Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν, ἵνα πληρωθῆ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ τοῦ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος. Ἰδού ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσει τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἑμμανουήλ, ὃ ἐστὶ μεθερμηνευόμενον μεθ’ ἡμῶν ο Θεός» (Ματθ α΄22,23). Ώστε μέσω του προφήτου Ησαΐα, προγνωρίζουμε και τον τρόπο της γεννήσεως του Χριστού. Αξίζει να σημειώσουμε ότι, όλες οι Προχριστιανικές Προφητείες στα έθνη, για τον αναμενόμενο Μεσσία, συμφωνούν στην «ἐκ Παρθένου» γέννησή Του (βλ.Προφητεία του Αισχύλου, σελ.9).
Η παράδοση της Εκκλησίας διασώζει ότι ο Συμεών ο Θεοδόχος, υπήρξε ένας από τους 72 λόγιους Ελληνιστές Εβραίους, οι οποίοι μετέφρασαν στα ελληνικά την Παλαιά Διαθήκη, κατά παραγγελία του βασιλέως της Αιγύπτου Πτολεμαίου Β΄ του Φιλαδέλφου (309-247 π.Χ.). Όταν λοιπόν μετέφρασε το χωρίον του Ησαΐα ζ΄ 14 δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί αυτή η προφητεία, δηλ. να γεννηθεί παιδί με παρθενικό τρόπο. Τότε έβαλε τον Θεό σε δοκιμασία. Πέταξε το δακτυλίδι του στον ποταμό Νείλο, λέγοντας ότι, αν ποτέ ξαναβρισκόταν το δακτυλίδι του, θα ήταν σημείο ότι είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί αυτή η προφητεία. Μετά από χρόνια αγόρασε από την αγορά ένα ψάρι και ανοίγοντας την κοιλιά του βρήκε μέσα το δακτυλίδι του. Τότε παρακάλεσε θερμά το Θεό να μην τον αφήσει να πεθάνει προτού δει να πραγματοποιείται αυτή η προφητεία.
Ήταν περίπου 270 ετών όταν ειδοποιήθηκε από το Άγιο Πνεύμα να πάει στο Ναό. Εκεί είχαν πάει για σαραντισμό η Μαρία με τον Ιωσήφ και τον μικρό Ιησού. Ο Συμεών πήρε στην αγκαλιά του το μικρό βρέφος και γεμάτος θεϊκό ενθουσιασμό αναφώνησε: «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμα σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἠτοίμασας κατά πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνών καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ». Ήταν πανευτυχής, διότι αξιώθηκε να δει το Μεσσία Χριστό, τον οποίον ο Θεός έστελνε φως για όλη την ανθρωπότητα. Τώρα πια μπορούσε να πεθάνει. Η προφητεία του Ησαΐα είχε εκπληρωθεί.
Γ. Ο χρόνος γεννήσεως
Το Άγιο Πνεύμα δεν παρέλειψε να εντοπίσει και χρονικά τη γέννηση του Σωτήρος Χριστού. Εφώτισε τον προφήτη Δανιήλ που βρισκόταν στη Βαβυλώνα, στέλνοντας τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο οποίος του ανήγγειλε: «οι συμφορές και θλίψεις του λαού σου και της αγίας σου πόλεως Ιερουσαλήμ, έχουν περιορισθεί σε εβδομήντα εβδομάδες (εννοεί έτη), για να τεθεί και σφραγίδα σε κάθε προφήτη, επειδή τότε θα χρισθεί ο Άγιος των αγίων» (Δαν θ΄24). Η προφητεία αυτή ελέχθη περί το 500 π.Χ..
Επίσης, ο προφήτης Δανιήλ απεκάλυψε και ερμήνευσε το προφητικό όνειρο που είδε ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ, το οποίο περιέγραφε πόσες και ποιες βασιλείες θα παρεμβλη-θούν μέχρις ότου έλθει αυτή, η Βασιλεία του Μεσσία, που δεν θα καταλυθεί ποτέ (βλ. Δαν. β΄36).
Ο Ναβουχοδονόσωρ είδε το εξής αποκαλυπτικό όνειρο: ένα τεράστιο άγαλμα, του οποίου η κεφαλή ήταν φτιαγμένη από καθαρό χρυσό, το στήθος και οι βραχίονές του από άργυρο, η κοιλιά και οι μηροί από χαλκό, οι κνήμες από σίδερο, τα δε πόδια μέρος από σίδερο και μέρος από πηλό. Ενώ θαύμαζε αυτό το τεράστιο άγαλμα, αποκόπηκε από το βουνό από μόνος του ένας βράχος, και κατρακυλώντας έπεσε με ταχύτητα πάνω στο άγαλμα, το οποίο συνέτριψε εντελώς. Τα υλικά από το άγαλμα έγιναν σκόνη και διασκοπί-στηκαν από τον άνεμο. Ο λίθος που χτύπησε το άγαλμα έγινε όρος μέγα και γέμισε τη γη. Η θαυμαστή αποκάλυψη και ερμηνεία του ονείρου από τον προφήτη Δανιήλ, έκανε το Ναβουχοδονόσορα να πέσει και να τον προσκυνήσει. Τον κατέστησε δε έπαρχο της Βαβυλώνας (Δαν. β΄149).
Όπως έδειξαν τα γεγονότα, η χρυσή κεφαλή ήταν η βασιλεία των Βαβυλωνίων. Τους διαδέχθηκε το βασίλειο των Περσών (στήθος και βραχίονες αργυροί), το οποίο διαδέχθηκε η πρωτοφανής σε έκταση βασιλεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου (κοιλιά και μηροί χαλκά), για τον οποίο ο Δανιήλ προείδε ότι θα βασιλεύσει σε όλη τη γη. Κατόπιν ήλθαν οι διάδοχοι του Μεγάλου Αλεξάνδρου (κνήμες σιδηρές) και τέλος η διφυής Ανατολική και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (πόδια μερικώς από σίδηρο και μερικώς από πηλό), επί της οποίας «ήγγικε (έφθασε) η βασιλεία των Ουρανών (Ματθ. γ΄2, ι΄7). Ο ογκόλιθος που συνέτριψε το τεράστιο άγαλμα είναι ο Χριστός, του οποίου η πνευματική Βασιλεία θα είναι αιώνια.
Προφητεία του μεγάλου μας τραγικού ποιητή Αισχύλου, για την κάθοδο του Χριστού στον Άδη.
Στην τραγωδία του μεγάλου μας τραγικού ποιητή Αισχύλου «Ο Προμηθέας Δεσμώ-της», υπάρχει μια αναπάντεχη αλλά πραγματική προφητεία για τον Χριστό.
Ο Προμηθέας, ο οποίος εμφανίζεται ως εκπρόσωπος όλης της ανθρωπότητας, αμάρτησε βαρύτατα προς τους θεούς, διότι έκλεψε το «πύρ» από τους θεούς και το έδωσε στους ανθρώπους. Για το αμάρτημα αυτό τιμωρήθηκε αυστηρά από τον Δία και τους θεούς. Δέθηκε με βαριές αλυσίδες (τις οποίες έφτιαξε ο Ήφαιστος), στην κορυφή του όρους Καύκασος και ένας πελώριος γύπας διατάχθηκε να έρχεται κάθε μέρα να του τρώει το «ήπαρ» (συκώτι). Καθ’ όλη την ημέρα που μεσολαβούσε το «ήπαρ» του Προμηθέα ανεπτύσσετο και πάλι στην κανονική του κατάσταση μέχρι την επόμενη ημέρα, που πάλι θα το έτρωγε ο γύπας. Αυτό το μαρτύριο θα συνεχιζόταν αιώνια.
Από την τραγική αυτή θέση προλέγει ο ποιητής δια του αγγελιοφόρου των θεών Ερμή, ότι ο Προμηθέας θα λυτρωθεί από τον «υἱό τῆς Παρθένου Ἰοῦς». Αυτός θα είναι υιός Θεού και υιός παρθένου και θα γεννηθεί υπερφυσικά. Ο παρθενογέννητος αυτός θεάνθρω-πος θα καταλύσει το κράτος των παλαιών θεών σε 13 γενεές (κάθε γενεά κατά τον Πλάτωνα διαρκεί 35 χρόνια) δηλαδή σε 13x 35= 455χρόνια.Ο νέος Θεός, θα αναλάβει τους πόνους του τιμωρημένου Προμηθέα και θα κατέβει στο σκοτεινό βασίλειο του Άδη (Προμ. Δεσμ. στιχ 10261029).
Τα λόγια του Αισχύλου στο πρωτότυπο έχουν ως εξής: «τοιούτου μόχθου τέρμα μή τι προσδόκα, πρὶν ἂν θεός τις διάδοχος τῶν σῶν πόνων φανῇ, θελήσει τε εἰς ἀναύγητον μολεῖν Ἄδην, Κνεφέα τ’ ἀμφὶ ταρτάρου βάθη»· δηλαδή, «Προμηθέα (άνθρωπε) κατανοώ τα πάθη σου αλλα μην περιμένεις εύκολη λύση από τα δεινά σου, πριν ένας θεός σε σπλαχνιστεί και γίνει διάδοχος των πόνων σου και θα αναλάβει όλο το δικό σου φορτίο και θα κατέβει κάτω στα αιωνίως σκοτεινά τάρταρα του Άδη». Η εκπληκτική αυτή προφητεία πραγματοποιήθηκε με την εκ Παρθένου γέννηση του Θεανθρώπου Χριστού και την κάθοδό Του στον Άδη.
Μαρτυρία του μαντείου των Δελφών στον Οκταβιανό Αύγουστο και στον Ιουλιανό τον Παραβάτη
Καθώς περνούσαν οι αιώνες η πανανθρώπινη τραγωδία έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Παράλληλα με την ποικιλώνυμη αμαρτία, στην βαθειά θρησκεύουσα ψυχή των ανθρώπων, αυξανόταν έντονα ο πόθος της λυτρώσεως. Απελπισμένη από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, στρεφόταν όλο και περισσότερο προς τον «Άγνωστο Θεό» ή «τον Παλαιότερο Θεό».
Όπως αναφέρει ο Εκκλησιαστικός ιστορικός Ευσέβιος ο Παμφίλου, όταν ο πρώτος αυτοκράτορας της Ρώμης Οκταβιανός Αύγουστος (ανηψιός του Ιούλιου Καίσαρα) ήλθε στους Δελφούς για να προσφέρει θυσίες, ρώτησε το Μαντείο ποιος θα βασιλεύσει μετά απ’ αυτόν. Η Πυθία τότε, έδωσε στον φιλόδοξο αυτοκράτορα τον ακόλουθο χρησμό: «Παῖς Ἑβραίων κέλλεταί μοι, θεοῖσι μακάρεσι ἀνάσσων, τὸν δὲ δόμον προλιπεῖν καὶ εἰς Ἅιδην αὖθις ἱκέσθαι. Ἄπιθι οὖν σιγῶν ἐκ βωμῶν ἡμετέρων», δηλαδή «ένας Εβραίος νέος (ένα Εβραιόπουλο), ο οποίος είναι βασιλεύς των αθανάτων θεών, με διατάζει, να εγκαταλλείψω αυτόν τον ναό και να επιστρέψω πάλι στον Άδη. Σώπασε λοιπόν και φύγε από το ναό μου».
Βλέπουμε εδώ λοιπόν, ότι τα ίδια τα δαιμόνια, παρά την θέλησή τους, αναγκασμένα από τον ερχομό στη γη του (Εβραιόπαιδος) Χριστού, ομολογούν και αποκαλύπτουν την χρεωκοπία τους. Δεν του είπαν βεβαίως τίποτα για το μέλλον, το οποίο δεν γνώριζαν.
Στα συναξάρια Χριστιανών αγίων και μαρτύρων (πχ Αγία Παρασκεύη) βλέπουμε πολλές περιπτώσεις, ειδωλολατρικά αγάλματα εξαναγκασμένα από αγίους και τη δύναμη του Αληθινού Θεού, ομολογούν ότι κατοικούνται από δαίμονες. Εκδιωκόμενα δε από τους αγίους στο όνομα του Χριστού, αποχωρούν από τα αγάλματα με πολύ θόρυβο, συντρί-βοντας τα ίδια τα αγάλματα σε μικρά κομμάτια.
Όταν ο Οκταβιανός Αύγουστος επέστρεψε στη Ρώμη, ίδρυσε στο Καπιτώλιο, όπου οι Ρωμαίοι είχαν συναθροίσει τους Θεούς όλων των εθνών, ένα νέα βωμό μεγαλύτερο από όλους τους άλλους, στον οποίο τοποθέτησε την επιγραφή: «Ava primo geniti Dei» δηλαδή βωμός στον Θεό που γεννήθηκε πρώτος. Στις μέρες της βασιλείας του Αυγούστου γεννή-θηκε, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός, η δε Εκκλησία μας σύμφωνα με τις πληροφορίες που έχει από τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ β΄1) ψάλλει: «Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο. Καὶ Σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνής, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται…»
Μετά τον Νέρωνα το Μαντείο των Δελφών άρχισε να παρακμάζει γιατί οι άνθρωποι δεν πίστευαν πια στους χρησμούς. Ήδη όταν ήλθαν οι Ρωμαίοι μετά το 292 μ.Χ. αφαίρεσαν πολλά αγάλματα από αυτό. Οι αυτοκράτορες Τραϊανός και Αδριανός καθώς και ο Ηρώδης ο Αττικός φρόντισαν για το Μαντείο. Τέλος όμως, η προσπάθεια του Ιουλιανού του Παραβάτη (μετά το 330 μ.Χ.) να το αναστήσει απέβη μάταιη. Ο Ιουλιανός πήρε τον τελευταίο χρησμό, που ήταν το «κύκνειο» άσμα του Μαντείου: «Εἴπατε τῷ βασιλεῖ: χαμαί πέσε δαίδαλος αὐλά. Οὐκέτι Φοίβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην, οὐ παγάν λαλέουσα· ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ», δηλαδή «πέστε στον Βασιλέα ότι η πολυποίκιλτη αυλή του Μαντείου έπεσε κάτω (ρήμαξε). Ο Φοίβος, δηλαδή ο Απόλλων, δεν έχει πια μέρος να στεγασθεί, ούτε η μάντιδα (η πυθεία) δάφνη (δόξα). Δεν υπάρχει πια η μαντική πηγή. Στέρεψε το προφητικό νερό».
Αργότερα, οι Δελφοί έπεσαν σε πλήρη ανυποληψία, εγκαταλείφθηκαν και ερημώθηκαν, έως ότου έλθει η αρχαιολογική σκαπάνη να αποκαλύψει τα παλαιά τους μεγαλεία.
Η συμβολή της Υπεραγίας Θεοτόκου στην σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Πάνω από όλες τις γυναίκες όλων των εποχών δεσπόζει η μορφή της πάναγνης μητέρας του Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αυτήν ο Θεός εξέλεξε για να κατέβει στη γη και να γίνει άνθρωπος, εκπληρώνοντας έτσι το σχέδιο της Θείας Οικονομίας. Η Παρθένος Μαρία εξύψωσε στο πρόσωπό της τη γυναικεία φύση αλλά και όλη γενικά την ανθρώπινη φύση, πάνω από τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ και είναι ο πρώτος άνθρωπος που έφθασε στην κατάσταση της «θεώσεως».
¨Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην πρός Γαλάτας επιστολήν του, ο Απ. Παύλος : «Ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ γενόμενος ἐκ γυναικός» (Γαλ. δ΄4). Το «ὅτε ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου» μπορεί να ερμηνευθεί ότι «όταν έκρινε ο Θεός ότι ήταν κατάλληλες οι συνθήκες για να στείλει τον υιόν του» Πράγματι, η εποχή του Χριστού είχε κάποιες ιδιαιτερότητες που διευκόλυναν τη διάδοση του Ευαγγελίου :
Πρώτον: ότι όλος ο γνωστός κόσμος περί την λεκάνη της Μεσογείου μιλούσε, λόγω των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου την ελληνική γλώσσα και
Δεύτερον:, ότι η Ρωμαϊκή κατάκτηση είχε ενώσει όλα τα έθνη σε ένα απέραντο πολυεθνικό κράτος χωρίς σύνορα, που και αυτό διευκόλυνε τη μετακίνηση των ανθρώπων.
Κατά τον Άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, «ήλθε το πλήρωμα του χρόνου» όταν βρέθηκε η πάναγνη κόρη της Ναζαρέτ, η Παρθένος Μαρία, η γυναίκα που θα ήταν σε θέση να κυοφορήσει τον Υιό του Θεού και Σωτήρα του κόσμου. Έτσι το «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τὸ ρῆμα σου» που απηύθηνε στον Άγγελο Γαβριήλ η Παρθένος Μαρία, ήταν το μεγάλο «Ναι» που επέτρεψε την σάρκωση του Θεού Λόγου.
Η Υπεραγία Θεοτόκος, με την συγκατάθεσή της, στην πραγματοποίηση του Θεϊκού σχεδίου για την σωτηρία της ανθρωπότητος, έγινε η «ἐπουράνιος κλῖμαξ δι’ ἧς κατέβει ὁ Θεός» και η «γέφυρα μετάγουσα τούς ἐκ γῆς πρός οὐρανόν», όπως πολύ εύστοχα περιγράφει ο ιερός υμνωδός στον «Ἀκάθιστο Ὓμνο»
Η Υπεραγία Θεοτόκος, κατά τον γνωστό ύμνο των Χριστουγέννων :
«Τί σοι προσενέγκωμεν Χριστέ ὃτι ὢφθης ἐπί γῆς ὡς ἂνθρωπος δι’ ἡμᾶς ; ἓκαστον γάρ τῶν ὑπό σοῦ γενομένων κτισμάτων τήν εὐχαριστίαν σοι προσάγει∙ Οἱ ἂγγελοι τόν ὓμνον, οἱ οὐρανοί τόν ἀστέρα,οἱ μάγοι τά δῶρα, οἱ ποιμένες τό θαῦμα (τον θαυμασμό), η γῆ τό σπήλαιον, ἡ ἒρημος τήν φάτνην, ἡμεῖς δέ μητέρα Παρθένον. Ὁ πρό αἰώνων Θεός ἐλέησον ἡμᾶς» είναι η μεγάλη προσφορά της ανθρωπότητος στο Μυστήριο της Σαρκώσεως του Θείου Λόγου.
Η χάρη που έφερε ο Χριστός στον κόσμο, ελευθέρωσε τους ανθρώπους από τη δουλεία του (Μωσαϊκού) Νόμου, των δαιμόνων και της αμαρτίας. Τους έφερε στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Η έλευση του Χριστού εγκαινίασε την νέα εποχή της χάριτος. Το Λυτρωτικό έργο του Χριστού στον κόσμο, άνοιξε την πόρτα του Θείου ελέους στην ανθρωπότητα. ¨Ο Χριστός έφερε στον κόσμο, αυτό που λέγουν οι υμνωδοί «τό Μέγα ¨Ελεος»
¨Ετσι, όσοι άνθρωποι πιστεύουν στον Ιησού Χριστό και εισέρχονται δια του Αγίου Βαπτίσματος στην Εκκλησία του Χριστού και οικειοποιούνται την λυτρωτική θυσία του Χριστού στο Γολγοθά, μπορούν με μετάνοια και εξομολόγηση να επιτύχουν την άφεση των αμαρτιών τους. Μεταπίπτουν με αυτό τον τρόπο, από τη δουλεία (του Μωσαϊκού Νόμου, των δαιμόνων και της αμαρτίας) στην ελευθερία των τέκνων του Θεού. Γίνονται «κατά χάριν» υιοί του Θεού. Γίνονται παιδιά του Θεού αγαπημένα και κατά συνέπεια κληρονόμοι της Βασιλείας Θεού.
Η δωρεά αυτή του Θεού είναι μεγαλειώδης. Και μόνον όσοι έχουν ζήσει σε κατά-σταση δουλείας και στη συνέχεια αποκτούν ελευθερία και υιοθεσία εκ μέρους του αφεντικού τους, μπορούν να αντιληφθούν το μέγεθος της δωρεάς αυτής του Θεού.
Τέλος η Σωτηρία και η Θέωση που μας χάρισε η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, δεν είναι προσωρινή απελευθέρωση και λύτρωση. Είναι αιώνια. Δεν θα έχει τέλος. Δεν θα είναι προσωρινή κληρονομιά φθαρτών αγαθών, αλλά συμμετοχή στη Δόξα και στην Μακαριότητα της Αγίας Τριάδος, μαζί με όλους τους θεωμένους Αγίους της Εκκλησίας.
Πώς θα εκφράσουμε την ευγνωμοσύνη μας στον νεογέννητο Χριστό.
Πόση ευγνωμοσύνη πρέπει να νοιώσουμε για τα εξαίσια αυτά δώρα του Θεού!!! Ένα στοιχειώδες φιλότιμο του καθενός από εμάς, θα είναι η θετική απόκρισή μας στο κάλεσμα του Θεού. Θα είναι να ετοιμάσουμε στην καρδιά μας, μια φάτνη καθαρή και ζεστή, για να βρεί επιτέλους «τόπον ἐν τῷ καταλύματι», να γεννηθεί ο Χριστός μέσα σε αυτήν. Να γεννηθεί μέσα μας, στην καρδιά μας, για να αναγεννήσει και εμάς.
Ο Ιερός Χρυσόστομος μας υποδεικνύει πολύ όμορφα, με ποιά δώρα, ως άλλοι μάγοι πρέπει να προσεγγίσουμε τον νεογέννητο Χριστό :
«Πλησίασε και εσύ, μιμητής των μάγων, τον νεογέννητο Χριστό, όχι με άδεια χέρια, αλλά με δώρα. Δώρα βεβαίως όχι σαν εκείνα που προσέφεραν οι μάγοι , αλλά πολύ εκλεκτότερα και ανώτερα_ Υλικά τα ιδικά τους, πνευματικά τα ιδικά σου._ Προσέφεραν εκείνοι χρυσάφι ; Σύ να προσκομίσης την καθαρότητα και αγνότητα της ψυχής σου. Να του προσφέρης την αρετή σου_ ¨Εφεραν εκείνοι εκλεκτό λιβάνι ; Πρόσφερε σύ αγνή λατρεία, θερμές προσευχές που βγαίνουν από τα βάθη της καθαρής καρδιάς σου. Θυμίαμα πνευματικό._ Προσέφεραν εκείνοι σμύρνα ; Σύ να του φέρης σωφροσύνη. Συντετριμμένη και καθαρή καρδιά. Να του προσφέρης τις ελεημοσύνες που έκανες στους φτωχούς και αδυνάτους, που έχουν ανάγκη_ Εάν λοιπόν με αυτά τα δώρα πλησιάσης, τότε θα σε δεχθή να τον προσκυνήσῃς νεογέννητο και να τον λατρεύσης αξίως, αλλά και να κοινωνήσης ακατακρίτως» ΑΜΗΝ
Χρήστος Σπ. Χριστοδούλου
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ : Αθήνα 11/12/2009
Παλαιά και Καινή Διαθήκη
«Ετέχθη υμίν Σήμερον Σωτήρ» Δ. Παναγόπουλου, Εκδ. «Άγιος Νικόδημος»
«Ιησούς Χριστός, η προσδοκία των εθνών» Ιερόν Κελλίον Αγίου Νικολάου
Μπουραζέρη Άγιον Όρος 2000.