Ἀπό τήν ἐποποιῒα τοῦ 1940 -41, στό σήμερα
«…Αὐτή ἡ ὁμοθυμία τῶν δέκα ἑκατομμυρίων Ἑλλήνων,
μέ τήν ὁποίαν ἀντίκρυσαν τό φοβερό γεγονός τοῦ πολέμου,
εἶναι θαρρῶ τό πιό σπουδαῖο φαινόμενο μέσα
στήν ἱστορία τοῦ ἔθνους μας ὁλόκληρη.
Ἡ Ἑλλάδα σύσσωμη, σύψυχη, στάθηκε μπροστά στό
ἀνοιχτό βιβλίο τῆς Μοίρας καί ὑπαγορεύει
τό νέο κεφάλαιο τῆς ἱστορίας της […].
Καί εἶναι μιά ὑπεράνθρωπη χαρά γιά κάθε πνευματικό ἄνθρωπο,
νά μπορέσει νά σταθεῖ μέ ἀσφάλεια καί μέ ἐπίγνωση
σέ τούτη τήν ἐπικίνδυνη θέση, ὅπου τό χῶμα εἶναι σφραγισμένο
ἀπό τά βήματα τῶν θεῶν καί τῶν ἡρώων.
Νά σταθεῖ μέ τή συνείδηση φωτισμένη ἀπό τό μεγάλο ἥλιο τῆς φυλῆς…».
Στρατῆς Μυριβήλης
«Ἡ ὥρα τῆς ἱστορίας»
Περιοδικό «Νέα Ἑστία», 15 Νοεμβρίου, 1940.
Γιά τήν ἑλληνική ἐποποιῒα τοῦ 1940 – 1941, γιά τό ἡρωικό ΟΧΙ, πού ὁ, τότε πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδος, Ἰωάννης Μεταξᾶς – δικτάτορας ὁ ἴδιος – ἀντέταξε σθεναρά στίς ἀπαιτήσεις μιᾶς πανίσχυρης φασιστικῆς δικτατορίας, ἐκφράζοντας τήν μύχια προσήλωση τῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς πρός τήν ἐλευθερία, ἔχουν γραφτεῖ πάρα πολλά κείμενα, εἴτε ὡς βιβλία, μελετήματα καί λευκώματα μέ ἱστορικά στοιχεῖα, εἴτε ὡς μεμονομένες πολεμικές ἀνταποκρίσεις καί χρονογραφήματα.
Ἐπίσης, εἶναι πολλά καί τά μεταγενέστερα ἐπετειακά ἄρθρα, τά λογοτεχνικά κείμενα καί τά ποιήματα, τά ἐμπνευσμένα ἀπό τόν ἐπικό ἐκεῖνο ἀγώνα. Ἕναν ἀγώνα πού δέν ἦταν ἁπλῶς μιά νικηφόρος μάχη. Γράφει συγκεκριμένα ὁ Θεοφύλακτος Παπακωνσταντίνου, στό βιβλίο του «Ἡ Μάχη τῆς Ἑλλάδος, 1940-1941» : «Ὁ ἀγώνας τῶν Ἑλλήνων εἶχε τόσο μεγάλο εἰδικό βάρος, ὥστε καθ’ ὅλη τή διάρκειά του, ἡ διεθνής ἀναμέτρηση εἶχε περιέλθει σέ δευτερεύουσα μοῖρα καί ἡ ἀνθρωπότητα μιλοῦσε γιά τήν Ἑλλάδα. Διότι αὐτή ἔδωσε τήν πρώτη στήν ξηρά νίκη στά ἐλεύθερα ἔθνη. Αὐτή θρυμμάτισε τόν θρῦλο τοῦ ἀήττητου Ἄξονα. Αὐτή ἀνέτρεψε τίς προοπτικές του καί τό χρονοδιάγραμμα τῶν ἐπιχειρήσεὠν του. ὍΛοι τοῦ πολέμου οἱ παράγοντες ἦταν συντριπτικά δυσμενεῖς γιά τό ἑλληνικό ἔθνος : ἀριθμός, ὁπλισμός, μέσα, ἔδαφος, πρωτοβουλία, χρόνος, καθεστώς, ὑλική στάθμη. Ἕνας μόνο ἦταν εὐνοϊκός: ὁ ψυχικός. Καί αὐτός νίκησε γιατί μεγαλύτερη δύναμη καί τελειότερο ὅπλο ἀπό τήν ψυχή δέν ὑπάρχει…».
Σ’ αὐτά τά λόγια, ἄνετα θά μποροῦσε νά προσθέσει κάποιος αὐτό πού συνάγεται ἀπό τά σχετικά διεθνῆ δημοσιεύματα τῆς ἐποχῆς. Ὅτι δηλαδή «Ἡ Ἑλλάδα δέν ἑρμηνεύεται μέ τήν λογική». Διότι, αὐτή ἡ μικρή χώρα τῶν λιγό-τερων ἀπό 8 ἑκατομμύρια κατοίκων, ἀντιστάθηκε στίς δυνάμεις τοῦ Ἄξονα ἐπί περισσότερες ἀπό 200 ἡμέρες , ὅταν, ἀντιστοίχως, ἡ Γαλλία ἀντιστάθηκε 43, ἡ Πολωνία 30, τό Βέλγιο 18, ἡ Ὁλλανδία 4, ἡ Γιουγκοσλαβία 3, καί ἡ Τσεχοσλο-βακία ὅπως καί Δανία, ἔπεσαν σέ ΜΙΑ μέρα.
Κατά κοινή, ἐπίσης, διεθνῆ ὁμολογία ἡ ὁποία, ὅπως εἶναι γνωστό, καταγράφεται σέ σχετικές δηλώσεις τῶν τότε μεγάλων ἡγετῶν τοῦ κόσμου, τό πολεμικό θαῦμα τῶν Ἑλλήνων στά Ἀλβανικά βουνά, μέ τίς συνεχεῖς, ἀπίστευτες καί ἡρωικές κατατροπώσεις τοῦ πανίσχυρου ἐχθροῦ, ἔδωσε στόν κόσμο τό πρῶτο χαμόγελο, μέσα στήν τραγικότητα τοῦ πολέμου. Καί ὑπῆρξε ἡ π ρ ώ τ η παντελῶς ἀπρόσμενη, καταλυτική καί καθοριστική, ἑξάμηνη ἀναχαίτιση τῶν δυνάμεων τοῦ Ἄξονα στήν Εὐρώπη, ἡ ὁποία ἀναπτέρωσε τό ἡθικό, ἄλλαξε τίς συγκυρίες καί ἐξασφάλισε τά χρονικά περιθώρια γιά τήν τελική νίκη τῶν συμμαχικῶν δυνάμεων. Ἄλλωστε, καί ὁ ἴδιος ὁ Ἀδόλφος Χίτλερ, στήν πολιτική διαθήκη του, ἀναφέρει ὅτι: «Ἡ κήρυξη τοῦ πολέμου ἀπό τήν Ἰταλία ὑπῆρξε καταστροφική γιά τήν Γερμανία. Ἄν οἱ Ἰταλοί δέν εἶχαν ἐπιτεθεῖ στήν Ἑλλάδα καί δέν χρειάζονταν τήν βοήθειά μας, ὁ πόλεμος θά εἶχε πάρει διαφορετική τροπή. Θά εἴχαμε προλάβει νά κατακτήσουμε τό Λένινγκραντ καί τήν Μόσχα, πρίν μᾶς πιάσει τό ρωσικό ψῦχος».
Αὐτά καί ἄλλα πολλά σχετικά στοιχεῖα ἐπαναλαμβάνονται, γραπτῶς ἤ προφορικῶς, καί κατά τούς ἐτήσιους – τυπικούς πιά – ἑορτασμούς τῆς ἐθνικῆς ἐπετείου τοῦ ΟΧΙ, τῆς 28ης Ὀκτωβρίου τοῦ 1940. Ἔχοντας ἕνα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον γιά ὅσα διαδραματίστηκαν σ’ ἐκείνους τούς ἡρωικούς ἕξι μῆνες πού ἀκολούθησαν, ἔτυχε νά διαβάσω καί νά ξαναδιαβάσω ἀρκετά ἀπό τά κείμενα αὐτά, σέ μιά προσπάθεια νά μπῶ στό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, νά κατανοήσω τό πῶς καί τό γιατί οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι γίνονται ἥρωες, καί νά συνειδητοποιήσω τό μέγεθος τοῦ μεγαλείου τῶν πράξεών τους.
*
Συχνά, διαβάζοντας, μέ κυρίευε ἡ αἴσθηση μιᾶς λανθάνουσας καί σιωπηλῆς, ἀλλά ζωντανῆς συνομιλίας μέ κάποιους ἀπό τούς συγγραφεῖς τῶν κειμένων αὐτῶν, ἀπό τούς ὁποίους, ὑπῆρξαν φορές πού, λές καί ἄκουγα τίς γεμᾶτες πάθος ἀπαντήσεις τους, σέ δικές μου ὑποθετικές καί ἐνδόμυχες ἐρωτήσεις.
Προσπαθοῦσα δηλαδή μέσα στή μοναχική σιωπή νά φανταστῶ, πῶς νιώθει ἕνας νέος ἄνθρωπος ὅταν μετράει τή ζωή του μέ στιγμές. Ὅπως ἀκριβῶς, τρέμοντας ἀπό τό κρῦο, μετροῦσαν τότε, ἐκεῖ, οἱ στρατιῶτες μας καί τίς λιγοστές σταφίδες τους: Μία κι ἄλλη μία. Ἴσως, ποιός ξέρει, νά ἀπομένει κι ἄλλη μία στό βάθος τῆς τσέπης/τῆς μοίρας, ἤ μήπως…καμία ; Μετροῦσαν…, μέσα σ’ ἐκείνη τήν ἄγρια ἀνατριχίλα τῆς μοναξιᾶς πού σκόρπιζε τό παγωμένο ἄσπρο σάβανο. Αὐτό πού σκέπασε τόν« χαμένο ἀνθυπολοχαγό τῆς Ἀλβανίας» καί τά ὄνειρα μιᾶς εἰκοσάχρονης νιότης, ὅπως λέει ὁ Ἐλύτης.
Ὁταν, γιά μέρες ἄυπνοι, πεινασμένοι, ψειριασμένοι, μέ πληγιασμένα πόδια, ἀκουγαν τίς στριγγλιές ἀπό τίς ὀβίδες τοῦ ἐχθροῦ κι ἔνιωθαν ἐκεῖνο τό φαρμακερό δάγκωμα τοῦ φόβου, ἐκεῖ βαθιά-βαθιά στό στέρνο τους, δέν θά ἔπρεπε, λογικά, νά κυριαρχοῦνται μόνο καί ἐντελῶς ἀπό τό ἀνυπέρβλητο ἔνστικτο τῆς αὐτοσυντηρήσεως ; Ἀπό ποῦ, λοιπόν, ἐρχόταν αὐτή ἡ ἀνεξήγητη ἀντοχή καί ἡ δύναμη πού τούς ἔκανε νά ὑπερβαίνουν τίς ὑλικές ἐλλείψεις, νά ὑπερβαίνουν κάθε ὅριο ἀνθρώπινης λογικῆς, νά σπᾶνε τά δεσμά τῶν ἐνστίκτων καί τῶν αἰσθήσεων καί νά ὁρμοῦν, μόνο μέ τήν ψυχή καί τήν ξιφολόγχη τους, καταπάνω στόν ἐχθρό, μέ τήν ἄγρια κραυγή ΑΕΡΑ; Πῶς γινόταν αὐτή ἡ μέθεξη; Πῶς, μέσα ἀπό τά παγωμένα καί πρισμένα βλέφαρά τους, μποροῦσαν ν’ ἀγναντεύουν, πέρα στήν μακρινή ράχη, τήν σεπτή είκόνα τῆς Μαυροφόρας Ὁδηγήτριας; Τί ἦταν αὐτό πού ἔκανε, ἀκόμα κι αὐτούς πού ἔλεγαν πώς «δέν πιστεύουν», νά σταυροκοπιοῦνται κρυφά πρίν ἀπ’ τήν μάχη;
Οἱ ἀπαντήσεις ἔρχονταν, σάν ἀπόηχος ἀπό χιλιάδες φωνές, σάν σταθερή ἀντήχηση ἀπό τίς βουνοκορφές τῆς Πίνδου:
«Ἐμεῖς ἀκουμπούσαμε στήν Πίστη. Πιστεύαμε πώς πολεμούσαμε γιά τήν ἱερή τιμή τῆς Παναγιᾶς μας, πού τήν πρόσβαλε ἄνανδρα ὁ ἐχθρός στήν Τῆνο. Τήν Παναγιά τήν βλέπαμε στόν ὕπνο μας, ἀλλά καί τήν ὥρα τῆς φωτιᾶς.Τήν νιώθαμε νά βρίσκεται δίπλα μας καί νά κυκλοφορεῖ ἀνάμεσά μας. Πιστεύαμε ὅτι Αὐτή μᾶς ὁδηγοῦσε καί μᾶς προστάτευε, γιά νά ὑπερασπίσουμε τήν Πατρίδα μας καί τίς προαιώνιες ἀξίες μέ τίς ὁποῖες αὐτή ἡ Πατρίδα μᾶς εἶχε γαλουχήσει. Πιστεύαμε πώς ὁ δίκαιος Θεός εἶναι μαζί μας καί βοηθάει ἐμᾶς, ἀφοῦ ἐμεῖς εἴχαμε ὑποστεῖ τήν ἀπρόκλητη καί ἄδικη ἐπίθεση τοῦ κατακτητῆ. Γιά ὅπλο μας εἴχαμε τήν Πίστη».
Αὐθόρμητα, κάποιες φορές, κοντοστεκόταν στόν ἀέρα καί μιά ἄλλη δύσκολη ἐρώτηση. «Καί οἱ Ἰταλοί μήπως δέν πίστευαν; Ἄραγε κι αὐτά τά νέα παιδιά, τά κατά διαταγήν στρατευμένα, δέν προσεύχονταν πρίν ἀπό τίς θανατηφόρες γι’ αὐτούς μάχες στήν Παναγία,τή γλυκιά Μαντόνα, νά γυρίσουν πίσω ζωντανοί καί γεροί»; Ἴσως, θά ὑπῆρχαν καί κάποιοι πού θά ἐπιχειροῦσαν ν’ ἀπαντήσουν πώς ἡ Μεγαλόχαρη θέλησε νά ἐκδικηθεῖ τούς Ἰταλούς γιά τήν προσβολή πού τῆς ἔγινε στήν Τῆνο. Ὅμως, ὄχι, ἡ Παναγία δ έ ν ἐκδικεῖται, γιατί στήν Χάρη της δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ ἔννοια. Ἡ Παναγία, ἡ Μητέρα ὅλων, εἶναι πάντα ἡ μόνη ἐλπίδα ὅλων τῶν ἀδικουμένων καί τῶν ἀπελπισμένων, ὅπως καί «τῶν πολεμουμένων ἡ βοήθεια». Μ’ αὐτήν τήν ἀκλόνητη Πίστη, οἱ ἀδικούμενοι καί πολεμούμενοι τότε Ἕλληνες, ζητοῦσαν τήν προστασία Της, κι αὐτή ἡ Πίστη ἦταν πού τούς ἕνωσε καί τούς γιγάντωσε.
***
Ἀπό αὐτούς τούς στοχασμούς, ἡ σκέψη, ἀτίθαση, ἀκολουθεῖ κάποτε δικές της ἀτραπούς. Κάνει, ἀθέλητα ἅλματα… Βρίσκεται ξαφνικά στήν Βασιλεύουσα, στέκεται σέ μιάν ἀπόμερη γωνιά τῆς κατάμεστης Ἁγιά-Σοφιᾶς, τήν παραμονή τῆς τελικῆς μάχης, ψάλλει μαζί μέ τό πλήρωμα τό«Τῆ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ» καί παρακολουθεῖ μέ δέος τόν τελευταῖο αὐτοκράτορα. Αὐτόν πού ἤθελε νά ὀνομάζεται «Αὐτοκράτορας τῶν Ἑλλήνων». Αὐτόν πού εἶχε πεῖ ἐπίσης τό δικό του ΟΧΙ, στήν πρόταση τοῦ ἐχθροῦ γιά παράδοση μέ πλούσια ἀνταλλάγματα. Αὐτόν πού, ὁδηγημένος ἀπό τήν βαθιά του Πίστη, δακρυσμένος, ζητάει συγχώρεση ἀπό τούς συμμαχητές του γιά νά κοινωνήσει, γιά τελευταία φορά, τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων.
Ὕστερα, ἡ σκέψη φεύγει ἀπό κεῖ, καί στέκεται, μέσα στήν Κατοχή, μπροστά σ’ ἕνα φέρετρο ὅπου«ἀκουμπάει ἡ Ἑλλάδα», κι ἀκούει τούς στίχους τοῦ ποιητῆ «…Μεθῦστε μέ τ’ ἀθάνατο κρασί τοῦ Εἰκοσιένα». Γυρνάει ἔπειτα καί κοιτάζει πρός τά πίσω, ἐκεῖ κατά τήν Πνύκα, καί σάν νά βλέπει, τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1838, τόν «Γέρο τοῦ Μωριᾶ». Στέκεται ἐκεῖ, μέ ὀρθό τό λευκό καί σοφό, ἀπό τούς ἀγῶνες καί τίς δοκιμασίες κεφάλι του, ἀπευθύνεται στούς μαθητές τοῦ τότε Ἑλληνικοῦ Γυμνασίου καί λέει :«…Πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστη σας καί νά τήν στερεώσετε, διότι ὅταν ἐπιάσαμε τά ἅρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος. Ὅλα τά ἔθνη τοῦ κόσμου ἔχουν καί φυλάττουν μία θρησκεία…[…] Νά σκλαβωθῆτε στά γράμματά σας. Νά ἀκούετε τάς συμβουλάς τῶν διδασκάλων καί γεροντοτέρων καί, κατά τήν παροιμία, ‘μύρια ἤξευρε καί χίλια μάθαινε’. Ἡ προκοπή σας καί ἡ μάθησή σας νά μή γίνει σκεπάρνι διά τό ἄτομό σας, ἀλλά νά κοιτάζει καί τό καλό τῆς κοινότητας, μέσα σ’ αὐτό βρίσκεται καί τό δικό σας. Ἐγώ, παιδιά μου, κατά κακή μου τύχη, ἐξ αἰτίας τῶν περιστάσεων, ἔμεινα ἀγράμματος καί διά τοῦτο σᾶς ζητῶ συγχώρηση, διότι δέν μιλῶ καθώς οἱ διδάσκαλοί σας. Σᾶς εἶπα ὅσα ὁ ἴδιος εἶδα, ἄκουσα καί ἐγνώρισα. Εἰς ἐσᾶς μένει νά ἰσιάσετε καί νά στολίσετε τόν τόπο ὅπου ἡμεῖς ἐλευθερώσαμε. Καί γιά νά γίνει τοῦτο, πρέπει νά ἔχετε ὡς θεμέλια τῆς πολιτείας τήν ὁμόνοια, τήν θρησκεία, τήν φρόνιμον ἐλευθερία».
***
Κι ἀπό τό τότε, στό τώρα… Ἐκεῖνοι, τότε, ἦσαν ἁπλοῖ, περαστικοί ἄνθρωποι, πού εἶχαν ἰδανικά καί ὀράματα καί, γι’ αὐτό, ἔκαναν ἀξεπέραστες πράξεις. Ἐμεῖς, σήμερα, ἐγωπαθεῖς καί εὐδαιμονιστές, γίναμε οἱ μᾶζες τῶν ὑλικῶν διεκδικήσεων. Ἀπό τό φῶς καί τή μυστική παραμυθία πού ἐκπέμπουν οἱ εἰκόνες καί οἱ μακρινοί ἀπόηχοι τοῦ τότε, νιώθουμε μιά ξαφνική, διάχυτη καί πνιγηρή θολούρα, ἕνα ζοφερό σκοτάδι νά ἁπλώνεται γύρω μας.
Τά σημάδια τῶν καιρῶν, ὁλοφάνερα πιά, μέσα ἀπό τούς βανδαλισμούς καί τίς καταστροφές, ἀκόμα καί μέσα στά Πανεπιστήμια καί τά Σχολεῖα, τά δακρυγόνα, τόν ἄδικο φυσικό καί ψυχικό χαμό ἀθώων καί συχνά ἀμούστακων, ἀλλά ἀνερμάτιστων, παιδιῶν καί ἀπό τήν βάναυση κακοποίηση ἱερῶν καί ἐθνικῶν συμβόλων, μιλοῦν μιάν ἄλλη γλώσσα. Μιά ἐχθρική, πρός τήν ἴδια τους τήν πατρίδα, γλώσσα πού ἦταν ἄγνωστη στούς τότε Ἕλληνες καί παραμένει ἀκατανόητη σέ ὅσους καί σήμερα πιστεύουν στά ἴδια ἱερά καί ὅσια.
Μιλοῦν τήν μηδενιστική γλώσσα τῆς βίας καί τῆς καταστροφῆς. Αὐτήν πού σηματοδοτεῖ μιά ἐξουθενωτική καί τραγική συγχρόνως κατάργηση τῶν πανίσχυρων δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Μιά γλώσσα πού κραυγάζει μέσα ἀπό τό ζοφερό ἐσωτερικό κενό, μέσα ἀπό τήν ἔλλειψη ἐλπίδας, μέσα ἀπό τήν ἀπόγνωση. Τά σημάδια καταγράφουν τήν ἀλλοφροσύνη πού συνοδεύει τήν φυσική παραφορά τῶν νέων, ὅταν τούς λείπει ἕνα οὐσιαστικό νόημα ζωῆς, ἕνα ὄνειρο, ἕνας ὡραῖος σκοπός καί γίνονται ἔτσι ἡ εὔκολη λεία κάποιων ἀναίσχυντων καί ἄθλιων ἡγετῶν. Τά σημάδια τῶν καιρῶν, μέ σαφήνεια ὁριοθετοῦν τά ἀποτελέσματα μιᾶς ὕπουλης καί συστηματικῆς ὑποβάθμισης καί ἀπαξίωσης ὅλων ἐκείνων στά ὁποῖα πίστευαν καί γιά τά ὁποῖα, ὡς ἱερά καί ὅσια, πολέμησαν ἀνέκαθεν οἱ Ἕλληνες, ὅπως κι ἐκείνη ἡ γενιά πού ἔγραψε τήν ἐποποιία τοῦ 1940 – 1941. Καί τά σημάδια αὐτά προκαλοῦν ἀμείλικτα ἐρωτηματικά.
Σέ τί ἄραγε πιστεύουμε σήμερα, ἐμεῖς οἱ σύγχρονοι Ἕλληνες ; Ποιά ἰδανικά καί ποιές ἀξίες ἔχουμε, ἐμεῖς οἱ μεγάλοι, ἐμπνεύσει καί κληροδοτήσει στίς νέες γενιές αὐτῆς τῆς Πατρίδας ; Μέ ποιά ὅπλα ἔχουμε θωρακίσει τήν ψυχική τους δύναμη ; Πῶς εἶναι δυνατόν νά ἔχουμε κατρακυλήσει τόσο χαμηλά «στοῦ κακοῦ τή σκάλα», ὥστε νά συμπεριφερόμαστε σ’ αὐτήν τήν Πατρίδα σάν νά εἴμαστε κάποιοι βάρβαροι κατακτητές της;
Πῶς γίνεται νά μᾶς ἔχει τυφλώσει τόσο ὁ ἄκρατος κομματισμός καί νά μήν ἔχουμε ἀκόμα συνειδητοποιήσει ὡς κοινωνία, πώς ἀληθινή Π α ι δ ε ί α σημαίνει τό νά προσπαθεῖς συνεχῶς νά γίνεσαι καλύτερος ἄνθρωπος, παλεύοντας μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό σου, παλεύοντας οὐσιαστικά γιά ἡθική αὐτοβελτίωση; Πώς καλύτερος δέν εἶναι μόνο αὐτός πού π α ρ ά γ ε ι ἤ καί ἀπολαμβάνει τά ὑλικά ἀγαθά πού τοῦ ἐξασφαλίζει τό ὅποιο «αὐξημένο κατά κεφαλήν εἰσόδημα», ἀλλά αὐτός πού χαἰρεται νά δ η μ ι ο υ ρ γ ε ῖ καί νά προσφέρει, μέ θεμέλιο τήν Πίστη, τα ἰδανικά καί τίς διαχρονικές ἀξίες ; Πώς ὁ ψυχρός, τέλος, μονοσήμαντος ὀρθολογιστικός ὑλισμός καί ἡ ἀπόλυτα ἀπνευμάτιστη καί χρησιμοθηρική – εὐδαιμονιστική διάσταση τῆς ἐκπαίδευσης, συνεπάγεται δηλητηριώδεις καρπούς;
Τί θά πρέπει ἀκόμα νά συμβεῖ γιά νά ἀντιληφθοῦμε πὠς μιά Παιδεία:
-πού ἔχει καταργήσει τήν ἔννοια τοῦ «πρέπει» καί τοῦ «ὀφείλω» καί προπαγανδίζει μόνο καί συνεχῶς τό «ἐ γ ώ» καί τό «θ έ λ ω»
-πού ἔχει ἐκμηδενίσει τή νομοτελειακή καί ἀναγκαία σύνδεσή της μέ τήν ἔννοια τοῦ μόχθου καί δέν μιλάει πιά γιά ἠθικές καί ἐθνικές ἀξίες
-πού ἀποσιωπᾶ τή χαρά τῆς δημιουργίας, τῆς προσφορᾶς καί τῆς οὐσιαστικῆς ἔννοιας τῆς ἀλληλεγγύης
-πού ἔχει, τέλος, ὑποβαθμίσει τελείως τήν σημασία τῆς πνευματικῆς ἀνάτασης τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς χριστιανικῆς ἀλήθειας στήν ζωή,
εἶναι αὐτή ἀκριβῶς ἡ Παιδεία πού καταδικάζει τά παιδιά μας σέ μιά ζωή ἀ ν έ λ π ι δ η, ἄκαρδη καί ἄ ψ υ χ η;
Εἶναι αὐτή ἡ Παιδεία πού καταδικάζει σέ ψυχικό μαρασμό αὐτά τά ἴδια τά παιδιά στά ὁποῖα, ἐμεῖς οἱ μεγάλοι, ἀρνούμαστε νά ποῦμε μέ εἰλικρίνεια – ἄν καί πολύ καλά τό γνωρίζουμε – ποιές θά εἶναι οἱ ἐπιπτώσεις αὐτῆς τῆς «Ἀ-παιδείας», πού σήμερα βιώνουν, στά πεζοδρόμια καί στίς κατειλημμένες αἴθουσες διδασκαλίας. Ἐπιπτώσεις ὀλέθριες καί μή ἀναστρέψιμες, τόσο για τή δική τους ζωή, ὅσο καί γενικότερα για τήν ἑλληνική κοινωνία στήν ὁποία θά ζήσουν αὐτά, μαζί μέ τά δικά τους παιδιά. Ἀντί γι’ αὐτό, ἐμεῖς οἱ ὑπεύθυνοι μεγάλοι, συναγωνιζόμαστε, μέ τήν πιό ξεδιάντροπη ὑποκρισία, σέ μιά ἄκρατη, ἀνόητη καί πρωτοφανῆ, στή χώρα μας, «παιδοκολακεία». Συναγωνιζόμαστε στό ποιός πρῶτος θά χειροκροτήσει τά μηδενιστικά καί«ἀγωνιστικά», τάχα, αἰτήματα τῶν παιδιῶν, πού κάποιοι ἄλλοι ἐπιτήδειοι καί ἰδιοτελεῖς τούς τά ἔχουν ὑπαγορεύσει. Πότε, λοιπόν θα συνειδητοποιήσουμε, ὅλοι ἐμεῖς, τίς ἐνοχές μας ;
Χωρίς Πίστη, γιά κιβωτό καί καταφύγιο, μέ τήν μονοδιάστατη καί μονότονη προβολή τῶν πιό σαθρῶν καί χυδαίων προσώπων καί πράξεων ἀπό τά σύγχρονα Μἐσα Μαζικῆς Ἐπικοινωνίας, πού μόνο σέ μιά ἀνθρώπινη μ ᾶ ζ α ἀπευθύνονται, τί μαθήματα ζωῆς παίρνουν; Πότε ἔχει γίνει μιά συστηματική προσπάθεια νά προβληθοῦν καί ὅσα καλά καί παρήγορα, τυχόν, συμβαίνουν γύρω μας – γιατί εἶναι βέβαιο ὅτι συμβαίνουν καί πολλά σημαντικά καλά στήν ζωή μας – ὥστε νά γίνει ἀντιληπτή ἡ ἀδιαμφισβήτητη διαχρονική τιμή τῶν ἠ θ ι κ ῶ ν ἀξιῶν; Σέ ποιά ἀνώτερη δύναμη, σέ ποιά φωτεινή ἀλήθεια θά μπορέσουν νά στραφοῦν τά παιδιά μας, γιά βοήθεια καί στήριγμα, τίς ὧρες τῆς μεγάλης δοκιμασίας; Ἀπό ποιά δικά μας ἱστορικά καί ἀξεπέραστα ἐπιτεύγματα φροντίσαμε νά διδαχθεῖ, νά ἐμπνέεται, ἀλλά καί νά δεσμεύεται ἡ σύγχρονη νεολαία;
Σ’ ἕνα ταξίδι μας στήν Ρωσία, πρίν ἀπό χρόνια, μᾶς ἔδειξαν μέ ὑπερηφάνεια τό μεγαλειῶδες μνημεῖο πού ἔχουν στήσει στήν Μόσχα γιά τούς πεσόντες στόν Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο – τόν ὁποῖο ὀνομάζουν «Μεγάλο Πατριωτικό Πόλεμο – μέ τά δεκάδες φωτισμένα συντριβάνια, ἀπό ὅπου ξεχύνεται κόκκινο σάν αἷμα νερό, γιά νά θυμίζει τήν μεγάλη θυσία.
Ποῦ εἶναι τό ἀντίστοιχο δικό μας μνημεῖο καί μουσεῖο γιά τήν ἐποποιῒα τῆς Β. Ἠπείρου, γιά τήν τραγική περίοδο τῆς Κατοχῆς; Στό σχολικό βιβλίο τῆς Στ’ Δημοτικοῦ, γι’αὐτά τά μοναδικά κατορθώματα τῆς πολεμικῆς περιόδου τοῦ 1940-41, μέ τά ὁποῖα, κατά τή γνώμη μου, στείλαμε στήν ἀνθρωπότητα τήν τελευταία πρόταση πολιτισμοῦ τῆς νεώτερης ἱστορίας μας, εἶναι ἀφιερωμένες συνολικά τέσσερις ἀράδες στίς ὁποῖες ἀναφέρεται ὅτι :
«Ἡ Ἑλλάδα μπαίνει στόν πόλεμο στίς 28 Ὀκτωβρίου 1940, ὅταν ἀπαντᾶ ἀρνητικά στό τελεσίγραφο τοῦ Μουσολίνι. Οἱ Ἕλληνες, τό 1940-41, ἀπομακρύνουν τά ἰταλικά στρατεύματα ἀπό τά ἑλληνοαλβανικά σύνορα σημειώνοντας σημαντικές νίκες». Αὐτό εἶναι ὅλο…τό ἔπος.
Ἀπό ποιά, ἑπομένως, σύγχρονα ἤ καί ἱστορικά πρότυπα καί μέ ποιά ἀληθινά παραδείγματα θά κατανοήσουν τά παιδιά μας τό μεγαλεῖο πού ἐνυπάρχει σέ ὅλα ἐκεῖνα τά μοναδικά δ ι κ ά μας – γλώσσα, θρησκεία, ἱστορία, παραδόσεις – πού συνιστοῦν τήν ἀληθινή ἔννοια τῆς Πατρίδας, τῆς δ ι κ ῆ ς τους Πατρίδας ; Καί πῶς θά συνειδητοποιήσουν, ἐπίσης, τό τί σημαίνει νά ἀνταποκρίνεσαι σ’ ἕνα χρέος, μέ μιά θυσία πού ἔχει ἱερό σκοπό; Ποιός θά τούς πεῖ, μέ δυό λόγια, ὅτι ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, τό 1821, διδάξαμε τούς λαούς «πῶς οἱ σκλάβοι γίνονται ἐλεύθεροι», καί τό 1940, διδάξαμε καί πάλι τήν ἀνθρωπότητα, «πῶς οἱ ἐλευθεροι δέν γίνονται σκλάβοι».
***
Ἡ ἀπάντηση πιστεύω πώς εἶναι μία καί ἐκφράζεται μονότονα, μέ μιά λέξη: Π α ι δ ε ί α. Συνίσταται δηλαδή σέ μιά προσπάθεια γιά ἐθνική ἀφύπνηση καί γιά ἀνυποχώρητη ἀπαίτηση, ἀπό τούς ὅποιους ἐκάστοτε ἁρμοδίους, νά γίνει οὐσιαστικός ἀναπροσανατολισμός τῆς Παιδείας πού παρέχεται στά Σχολεῖα μας, μέ ἐμπλουτισμό της ἀπό ὅσα συνιστοῦν τίς διαχρονικές μας ἀξίες, ἀπό ὅσα ἐμπνέουν τόν ἀγώνα τόν καλό σέ ὅλες τίς ἐκφάνσεις τῆς ἀτομικῆς καί κοινωνικῆς ζωῆς.
Συγχρόνως, ὅμως, εἶναι ἀναγκαία καί ἡ ἀνάληψη τῆς προσωπικῆς ἀπό τόν καθένα μας εὐθύνης γιά ἀντίσταση στήν ἀπάθεια, στήν ξενομανία, στήν μονοσήμαντη προσήλωση καί διεκδίκηση ὑλικῶν μόνο ἀγαθῶν. Ὀφείλουμε, μέσα στίς οἰκογένειες, νά μεταγγίσουμε στά παιδιά μας καί στά ἐγγόνια μας, χωρίς μισαλλοδοξία, μιά ζωογόνα Πίστη. Νά τά γαλουχήσουμε μέ τήν ἐπίγνωση τῆς ἐθνικῆς μας ταυτότητας καί μέ τούς θησαυρούς τῆς ἱστορικῆς μας διαδρομῆς καί παραδόσεως. Χρειαζόμαστε ἐθνικό φρόνημα.
Ἔτσι καί μόνον ἔτσι, μποροῦμε νά τολμοῦμε νά γονατίζουμε μέ σεβασμό μπροστά στούς ἡρωικούς μας προγόνους καί νά ἐλπίζουμε ὅτι, σ’ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς, ἡ πολύπαθη ἀγαπημένη μας πατρίδα θά μπορέσει νά ἐπιβιώσει μέ τήν τιμή καί τήν ἀξιοπρέπεια πού τῆς ἀξίζουν. Μέ τήν τιμή καί τήν ἀξιοπρέπεια πού ἐκεῖνοι μᾶς κληροδότησαν, προσφέροντας ὡς θυσία, ὄχι κάποιες ἀνέσεις ἤ κάποια χρήματα, ἀλλά τήν ἴδια τήν ζωή τους
ΜΕΡΟΠΗΣ Ν. ΣΠΥΡΟΠΟΥΛΟΥ
Ὁμότιμης Καθηγήτριας τοῦ Πανεπιστημίου Ἁθηνῶν.