Η σημερινή πνευματική κατάσταση του Ευρωπαίου μοιάζει με εκείνη του 18ου αιώνα. Ζει μια κατάσταση ενός νέου Διαφωτισμού, συνέχεια του άθεου και ηδονιστικού γαλλικού Διαφωτισμού, για την ακρίβεια. Όπως τότε, έτσι και σήμερα η εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας αποθεώνει τη λογική και εκδιώκει το πέραν αυτής, το «υπέρ λόγον». Ο Ευρωπαίος άνθρωπος αισθάνεται και σήμερα, όπως τότε, παντοδύναμος. Είναι, τότε και σήμερα, ο Ιβάν Καραμάζοφ, όπως τον περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι. Ουσιαστικά, τότε και τώρα, ζει σε μια παραίσθηση. Δεν μπορεί ή δεν θέλει να μελετήσει τα της οντολογίας του. Έχει μπει στη λογική, που την ανάγει σε αρχή και αξίωμα, του υποταγμένου όντος στον Μεγάλο Αδελφό του Όργουελ. Η εμπειρία του 18ου αιώνα τίποτε δεν δίδαξε τη σύγχρονη ευρωπαϊκή διανόηση. Γι’ αυτό και σήμερα επιχειρεί με πάθος να επιτύχει, εκεί που απέτυχαν οι ιδεολογικοί πρόγονοί της.
Ο Διαφωτισμός είναι μια περίοδος της ανθρώπινης ιστορίας, η οποία κυρίως αφορά τον 18ο αιώνα. Κατ’ αυτήν εισάγεται η νεωτερικότητα, η οποία κυριάρχησε στην Ευρώπη έως και τον 20ό αιώνα, δηλαδή η «κάθε θεωρία, διδασκαλία, ύφος, ρεύμα ή τάση που χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια χειραφέτησης του ανθρώπου από τις προκαταλήψεις του παρελθόντος, μέσω της δύναμης του ορθού λόγου και της ανάπτυξης της επιστήμης»1.
Ο ορισμός που δίδει η Ακαδημία Αθηνών για τον Διαφωτισμό εκφράζει την γενικώς επικρατούσα αντίληψη, που τον συνδέει κυρίως με τη Γαλλική Επανάσταση. Γράφεται στο Λεξικό της: «Ο Διαφωτισμός είναι φιλοσοφικό και πνευματικό κίνημα στη Δυτική Ευρώπη των αρχών του 18ου αιώνα, που χαρακτηρίστηκε από την απόρριψη των παραδοσιακών κοινωνικών, θρησκευτικών, πολιτικών και εκπαιδευτικών ιδεών, δογμάτων, παραδόσεων και την έμφαση στον ορθολογισμό»2.
Ως προς τον ορισμό του Διαφωτισμού, ο Norman Hampson σημειώνει ότι δεν κρίνει σκόπιμο να προσπαθήσει να δώσει κάποιον γενικό ορισμό του Διαφωτισμού, και εξηγεί: «Σ’ έναν τέτοιο ορισμό θα έπρεπε να συμπεριληφθούν τόσα χαρακτηριστικά και τόσες αντιθέσεις, ώστε να μην έχει ουσιαστικό νόημα». Για την επικράτηση της γαλλικής αντίληψης περί του Διαφωτισμού ο Χάμσον δίνει την εξήγηση πως «κατά το μεγαλύτερο μέρος του (18ου) αιώνα, η Γαλλία ήταν ο πολιτιστικός δικτάτορας της ηπειρωτικής Ευρώπης και σε μικρότερη έκταση της Βρετανίας». (Σημ. Η υπογρ. του γρ.).
Για το θέμα της επικράτησης της γαλλικής εκδοχής, όσον αφορά στην ιδεολογία του Διαφωτισμού, ο B.J Hobsbawm γράφει πως ενώ αυτή είχε δύο κέντρα, τη Γαλλία και την Αγγλία, «στην πραγματικότητα οι ιδέες του Διαφωτισμού διαδόθηκαν διεθνώς στη γαλλική τους εκδοχή (ακόμα και αν δεν ήταν παρά εκγαλλισμένες βρετανικές ιδέες…». Κατά τον καθηγητή της γαλλικής λογοτεχνίας στη Σορβόνη Michel Delon η εκδοχή του γαλλικού διαφωτισμού «πρόβαλε τον ολοκληρωτικό πόλεμο κατά της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και παρέδωσε στις επόμενες γενιές μια παράδοση αντικληρική και άθεη τόσο επιθετική, που δεν συναντάται σε καμία άλλη χώρα του κόσμου». Σήμερα η Ελλάδα προχωρεί με βήμα ταχύ να εγκολπωθεί τον γαλλικό Διαφωτισμό …
Επί του ιδίου ζητήματος, του ορισμού του Διαφωτισμού, γράφει ο Γερμανός καθηγητής, φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών Ernst Cassirer τα εξής: «Αν κανείς αναζητήσει κάποιο γενικό χαρακτηριστικό της εποχής του Διαφωτισμού, θα δει ότι στην παραδοσιακή θεώρηση και αποτίμηση της εποχής είναι εδραία η πεποίθηση πως η κριτική και σκεπτικιστική στάση απέναντι στη θρησκεία αποτελεί θεμελιώδες γνώρισμα του Διαφωτισμού. Αν όμως συγκρίνουμε αυτή την άποψη με τα ιστορικά δεδομένα, γρήγορα θα προκύψουν σοβαρές επιφυλάξεις όσον αφορά τον γερμανικό και αγγλικό Διαφωτισμό. Απεναντίας η γαλλική φιλοσοφία του 18ου αιώνα φαίνεται να επιβεβαιώνει απόλυτα την άποψη αυτή, την οποία συμμερίζονταν πολέμιοι και εχθροί, θαυμαστές και ένθερμοι οπαδοί του Διαφωτισμού».
Ο Cassirer θεωρεί αμφίβολο αν δικαιούμαστε να βασιστούμε στις διακηρύξεις των πρωταγωνιστών και των εκπροσώπων του γαλλικού Διαφωτισμού και να τον θεωρήσουμε ως μια εποχή « βασικά άθρησκη και εχθρική προς την πίστη». Ως παράδειγμα αναφέρει τον Γκαίτε (1749-1832), που έζησε όλα τα μείζονα γεγονότα της εποχής του Διαφωτισμού. Γράφει: « Ο Γκαίτε χαρακτηρίζει τη διαμάχη μεταξύ πίστης και απιστίας ως το βαθύτερο, και στην ουσία το μοναδικό θέμα της παγκόσμιας και της ανθρώπινης ιστορίας, και προσθέτει ότι όλες οι εποχές στις οποίες κυριαρχεί η πίστη είναι λαμπρές και γόνιμες, είναι περίοδοι πνευματικής ανάτασης τόσο για τους σύγχρονους, όσο και για τους μεταγενέστερους – ενώ οι άλλες εποχές, αυτές όπου η απιστία κατάγει την αξιοθρήνητη νίκη της, χάνονται από τα μάτια των επερχομένων γενεών, αφού κανείς δεν επιθυμεί να αποκτήσει γνώση για κάτι άγονο».
Την άποψή του περί του 18ου αιώνα και του Διαφωτισμού γράφει και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος στο σπουδαίο έργο του «Ιστορία του Ευρωπαϊκού Πνεύματος». Γράφει πως ο εν λόγω αιώνας, ή «ο αιώνας των φώτων» δεν είχε «φώτα» ισχυρότερα εκείνων που εξέπεμψαν κατά την Αναγέννηση οι Λεονάρντο Ντα Βίντσι, Μιχαήλ Άγγελος, Σαίξπηρ. Κέπλερ, Γαλιλαίος, Νεύτων, και σημειώνει πως α λ λ ο ύ προχωρεί το «φως» της λογικής, της επιστήμης, και α λ λ ο ύ υπάρχει το «σκότος» του απόλυτου Άγνωστου. Και με κάποιαν άλλη όραση θα επιχειρεί πάντα ο άνθρωπος να πλησιάσει τις πύλες του απόλυτου Άγνωστου… Και προσθέτει: « Ο ΙΗ΄ αιώνας, ως εποχή των “Φώτων”, πίστεψε ότι θα καθιστούσε περιττή την άλλη αυτή όραση. Πίστεψε ότι είχε το δικαίωμα να τη θεωρήσει καταργημένη ή και να την απαγορεύσει… Μια δραματική σύγχυση σημειώθηκε μεταξύ των στόχων, που είχε ο αγώνας για την καταπολέμηση του “σκότους”. Ο αντισκοταδισμός έγινε μια άλλη μορφή σκοταδισμού» (Σημ. ο τονισμός του υπογρ.).
Την ίδια αντίληψη περί του ότι είναι δύσκολο να ορισθεί ο 18ος αιώνας με ένα πρόσωπο έχoυν και οι Ουμπέρτο Έκο – Ρικάρντο Φέντριγκα. Γράφουν:
«Ο 18ος αιώνας εκδηλώνει περισσότερες από μία ψυχές και δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί. Γεννά καινούργιες μορφές φιλοσοφικής σκέψης, ενώ ο Διαφωτισμός θεωρείται μοναδικός νικητής μονάχα λόγω μιας ιστορικής πλάνης». (Σημ. Η υπογράμμιση του γρ.)
Βολταίρος, Ρουσό και Καντ
Στις διάφορες πτυχές του Διαφωτισμού αναφέρονται, σε βραχύτατη περίληψη, ορισμένα στοιχεία για τρεις εκ των θεωρούμενων ως κυρίων εκπροσώπων του Διαφωτισμού. Πρόκειται για τους Γάλλους Βολταίρο και Ρουσό και τον Γερμανό Καντ. Και αναφέρεται ότι «θεωρούνται» επειδή η σκέψη τους ήταν μακριά μεν από την Εκκλησία, αλλά εξ ίσου μακριά και από τον αθεϊσμό των Νταλαμπέρ, Ντιντερό και Ροβιεσπέρου. Και όμως και οι τρεις προβάλλονται ως πνευματικοί πατέρες της αθεΐας….
Πριν αναφερθούμε σε αυτούς να σημειωθεί ότι εκ των σκαπανέων της ελεύθερης σκέψης και, κατά κάποιο τρόπο πνευματικός τροφός των τριών αναφερθέντων, ήταν ο Άγγλος Τζον Λοκ (1632-1704), ο οποίος πίστευε στον Θεό, όπως επίσης και στον γάμο, ως μια «θεληματική συμφωνία μεταξύ άνδρα και γυναίκας». Ο Λοκ γράφει στην πραγματεία του «περί πολιτικής κοινωνίας»: «Ο Θεός έχοντας δημιουργήσει τον άνθρωπο ως ον που κατά την κρίση Του δεν ήταν καλό να ζει μονάχο, τον έθεσε υπό ισχυρές υποχρεώσεις αναγκαιότητας, άνεσης και προδιάθεσης για να τον ωθήσει προς τη σύναψη κοινωνικών δεσμών και επίσης τον προίκισε με νόηση και γλώσσα που του επιτρέπουν να τους αναπτύσσει και να τους απολαμβάνει…».
Ο Βολταίρος (1694-1778), κατά τον Παν. Κανελλόπουλο, «δεν ξέφυγε ποτέ από την ιδέα ότι υπάρχει Θεός και ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι αθάνατη». Προσπάθησε – ιδιαίτερα στην «πραγματεία περί Μεταφυσικής» -, που έγραψε πιθανότατα το 1734, να μας δείξει σε ποια άτοπα οδηγεί ο υλισμός και εξετάζει μεγάλα θέματα, όπως η ύπαρξη του Θεού, η αθανασία της ψυχής, η βουλητική ελευθερία. Ο Βολταίρος πέθανε στις 30 Μαΐου του 1778. Δυο μήνες νωρίτερα, πριν ξεκινήσει από το Φερναί για το Παρίσι φέρεται ότι είπε: «Προετοιμάζω ένα μικρό ταξίδι για το Παρίσι και για την αιωνιότητα». Κρυφά ενταφιάστηκε στο μοναστήρι του Σεγιέρ (Abbaye de Seilleres), χωρίς την έγκριση του Ρωμαιοκαθολικού Αρχιεπισκόπου των Παρισίων και του Επισκόπου του Τρουά, ο οποίος είχε στη δικαιοδοσία του τη μονή. Ο ηγούμενος της, που δέχθηκε να τον θάψει, τιμωρήθηκε….. Πάντα κατά τον Παν. Κανελλόπουλο η λογική δεν άφησε τον Βολταίρο να καταστεί άθεος και δεν τον άφησε και κάτι ακόμη, να φθάσει στην αθεΐα: ο φόβος της απόλυτης μετά θάνατον ανυπαρξίας της ψυχής.
Η παπική Εκκλησία απέρριψε απολύτως τον Βολταίρο και τη θεολογική του σύλληψη που βασίζεται στον «ντεϊσμό», δηλαδή στην ύπαρξη ενός υπερτάτου όντος, που οργανώνει τον κόσμο και δημιουργεί τους νόμους της φύσης και σε μια θρησκεία η οποία δεν έχει λατρεία και δόγματα και διέπεται από μια απλή φυσική ηθική.
Ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ (1712 – 1778), κατά τον Κανελλόπουλο, ήταν ο αντίποδας του γαλλικού Διαφωτισμού! Ο Ρουσσώ υποστήριξε ότι οι επιστήμες και ο πολιτισμός καταστρέφουν τα ήθη! Επίσης στον «Αιμίλιο» διατύπωσε τη ρήση: «Αν η ζωή και ο θάνατος του Σωκράτους είναι ενός σοφού, η ζωή και ο θάνατος του Ιησού είναι ενός Θεού». Ο Ντιντερό και οι άλλοι «Εγκυκλοπαιδιστές», που είχαν ταχθεί να καταργήσουν τη χριστιανική πίστη και να την ταυτίσουν με τον σκοταδισμό, κυριεύθηκαν από ιερή αγανάκτηση κατά του Ρουσσώ, όταν κυκλοφορήθηκε ο «Αιμίλιος». Το χαρακτηριστικό είναι ότι στην πολεμική τους κατά του έργου του Ρουσσώ συμμάχησαν με την Παπική Εκκλησία, που το θεώρησε και αυτή «βλάσφημο» και ο Αρχιεπίσκοπος των Παρισίων χαρακτήρισε τον Ρουσσώ ως «υβριστή των ιερών δογμάτων» και «αρνητή του αληθινού χριστιανισμού».
Οι Ρουσσώ και Βολταίρος παρά το ότι ήσαν και οι δύο «ντεϊστές» δεν έπαυσαν σε όλη τη ζωή τους να βρίσκονται σε πολεμική αντιπαράθεση! Κατά τον Roger – Pol Droit είχαν αρκετά κοινά σημεία, αλλά και σε πολλά ήσαν αντίθετοι. Και αναφέρει, ως παραδείγματα, ότι ο Βολταίρος ήταν εναντίον του φανατισμού και των παράλογων προκαταλήψεων, ενώ ο Ρουσσώ είχε επιλέξει να επιτίθεται στις προόδους της επιστήμης και της τεχνολογίας και να είναι εναντίον της υποκρισίας και του εγωισμού των πολιτισμένων. Επίσης ο Βολταίρος ήταν εναντίον κάθε μυστηριακής εκδήλωσης, ενώ ο Ρουσσώ αναζήτησε την αυθεντικότητα. Και, προσθέτει ο Droit, πως αν τους δει κανείς από πιο κοντά θα διαπιστώσει ότι στην ίδια τους την ιδιοσυγκρασία ήσαν απολύτως διαφορετικοί, ο Βολταίρος ήταν ιδιοφυία της σάτιρας και ο Ρουσσώ στοχαστής της φύσης.
Ο Εμμανουέλ Καντ (1704 – 1804) ήταν τέκνο της εποχής των «Φώτων». Η «κριτική» του οδήγησε περισσότερο σε έναν «κριτικό υλισμό» παρά σε έναν «κριτικό ιδεαλισμό». Ο Καντ βρέθηκε αντιμέτωπος με την υλιστική – ηδονιστική κοσμοεικόνα, που κυριαρχούσε, και, όπως γράφει ο Ι.Μ. Μποχένσκι « έθεσε ως σκοπό του να σώσει το πνεύμα, τη γνώση, την ηθική και τη θρησκεία, χωρίς να χρειασθεί να εγκαταλείψει καμία από τις βασικές αρχές της νεότερης σκέψης». Κατά τον Παν. Κανελλόπουλο ο Καντ κατέληξε στην αναγνώριση της ηθικής ρίζας στον άνθρωπο και της ηθικής του αποστολής να αντλεί μέσα από τον ίδιο του τον εαυτό τον ηθικό Νόμο. Ο Καντ γνώρισε τον Θεό με τη βοήθεια του Ρουσσώ, ως πηγή της Ηθικής του, και κατέστη θρησκευτικά αντιδογματικός, ή μάλλον μη δογματικός.
Κριτική της Γαλλικής Επανάστασης
Οι άθεοι και υλιστές, που είναι οπαδοί της Γαλλικής Επανάστασης έχουν εξιδανικεύσει την ιστορία της και τους πρωταγωνιστές της. Πρακτικά την έπλασαν γράφοντας ψέματα και μισές αλήθειες, αποκρύπτοντας καταστάσεις, αγιοποιώντας τους πρωταγωνιστές της. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, ότι το όποιο νέο εισάγουν δείχνει ότι είναι «εκσυγχρονιστές» και «προοδευτικοί». Επίσης μισούν και περιφρονούν όποιον έχει διαφορετική άποψη από αυτούς… Και διαστρέφουν την αλήθεια όταν μεταθέτουν αυτό το μίσος σε όσους δεν συμφωνούν μαζί τους…
Όλοι οι πρωταγωνιστές, φιλόσοφοι και πολιτικοί του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης είχαν άστατη ζωή, με ίντριγκες, υπολογισμούς, ανταγωνισμούς, πάθη. Η μη συμμόρφωση σε κανόνες και η ζωή με βάση το ένστικτο και την ηδονή χαρακτηρίζεται από αυτούς «ελευθερία». Ο Γιώργος Σαραντάρης σημειώνει σχετικά: «Η γνώση είναι η στέρεη τροφή του ηδονιστή. Ένα άτομο που η μοίρα του δεν του επιτρέπει να πιστέψει μήτε στο Θεό, μήτε στον άνθρωπο, δε μπορεί να βρει άλλην πιθανότητα απόλυτου, παρά στον έξω κόσμο, παρά στη φύση».
Ως προς την βία, που αποτελεί μέρος της φιλοσοφίας των πρωτεργατών της Γαλλικής Επαναστάσεως, γράφει ο Νεοκλής Καζάζης: « Οι προφήτες της Επαναστάσεως, πριν η ακόμη το κήρυγμα αυτής κατανοηθή εξ ολοκλήρου υπό της συγχρόνου γενεάς, πριν η αφομοιωθή εν τω χωνευτηρίω της λαϊκής συνειδήσεως, εζήτησαν να εφαρμόσωσιν αυτό δια του πυρός και του σιδήρου. Και τούτο υπήρξε το έγκλημα αυτής, παραδοθείσης εις τα μάλλον ακάθεκτα και ακάθαρτα πάθη και ένστικτα προς πραγμάτωσιν. Εν ονόματι της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης των λαών και των ανθρώπων διεπράχθησαν τα φρικτότερα των ανοσιουργημάτων».
Ένα από τα χαρακτηριστικά της Γαλλικής Επανάστασης, ως φορέως του γαλλικού Διαφωτισμού και του Τεκτονισμού, είναι η βία, που χρησιμοποιήθηκε για να επιβληθεί ως καθεστώς κυρίως επί των Χριστιανών. Είναι χαρακτηριστικός ο λόγος του Σαιν Ζυστ : «Είναι στο χέρι του νομοθέτη να κάνει τους ανθρώπους ό, τι εκείνος τους θέλει να είναι». Ο λόγος αυτός εξελίχθηκε, μετά τη Γαλλική Επανάσταση, στις σταλινικές εφαρμογές. Ο Μπέρτολντ Μπρεχτ το έγραψε όμορφα στο ποίημά του «Η Λύση». Περιγράφοντας μια κυβέρνηση, που έχει το λαό απέναντι, της δίνει ειρωνικά τη λύση:
«…Δεν θα ήταν
Πιο απλό για την κυβέρνηση
Να διαλύσει το λαό
Και να εκλέξει έναν άλλο;…».
Η Γαλλική Επανάσταση στιγματίστηκε από την Τρομοκρατία, που εφάρμοσαν οι ηγέτες της. Χιλιάδες τα θύματα της. Μόνο τα θύματα της γενοκτονίας στη Βανδέα υπολογίζονται κατά τον Reynald Secher σε πάνω από 117.000 ψυχές. Κατά την εκτίμηση του Jean – Clement Martin ανέρχονται σε 200.000. Θύματα δεν ήσαν μόνο πολεμιστές, αλλά και άμαχος πληθυσμός, γυναίκες, παιδιά, γέροντες. Κατά τον Secher όλα τα ντοκουμέντα που βρήκε τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η γενοκτονία στη Βανδέα δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, αλλά μια πολιτική ενέργεια, που συζητήθηκε αποφασίστηκε και μεθοδικά πραγματοποιήθηκε από τις παρισινές αρχές των ετών 1793-1794.
Θύματα δεν ήσαν μόνον οι αντιφρονούντες, ή όσοι χαρακτηρίστηκαν αντιφρονούντες, ή «εχθροί της Επανάστασης», μεταξύ των οποίων και οι πρωταγωνιστές της, όπως ο Νταντόν και ο ίδιος ο Ροβεσπιέρος… Θύματα ήσαν και επιστήμονες όπως ο ιδρυτής της σύγχρονης Χημείας Αντουάν Λοράν Λαβουαζιέ, καθώς και ο φιλόσοφος και μαθηματικός Νικολά ντε Κοντορσέ, αλλά και σημαντικοί λογοτέχνες, όπως ο σπουδαιότερος εκπρόσωπος των νεοκλασσικιστών ποιητών Ανδρέας Σενιέ.
Ο Λαβουαζιέ, γράφει ο Herbert Butterfield, «θα ήταν δύσκολο να μην πούμε ότι ξεπερνάει όλους τους άλλους ερευνητές και ανήκει στη μικρή εκείνη ομάδα γιγάντων, η οποία κατέχει την υψηλότερη θέση στην ιστορία της επιστημονικής επανάστασης». Για τον τραγικό του θάνατο έγραψε ο Νεοκλής Καζάζης: « Ο μέγας χημικός Λαβουαζιέρος, ο ρηξικέλευθος ούτος θεμελιωτής της χημείας, δεν έτυχε της επιεικείας των δημίων του, όταν καταδικασθείς εις θάνατον ως αριστοκρατικός, ως πλούσιος, ως υπέροχος επιστήμων παρεκάλεσε να αναβληθή η εκτέλεσις του θανάτου του επί δεκαπενθήμερον προς αποπεράτωσιν επιστημονικής τινος εργασίας. Σκαιώς, αναισχύντως απεκρίθη αυτώ ο πρόεδρος του δικαστηρίου, η Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη επιστημόνων ούτε χημικών…». Και σχολιάζει ο αείμνηστος καθηγητής: «Η ελευθέρα σκέψις είναι έγκλημα. Η γνώσις και η επιστήμη προκαλούσι την απέχθειαν. Ο τροχός της ισοπεδώσεως, όστις είναι η λαιμητόμος, εξισοί πάντας τους ανθρώπους…».
Ο μαρκήσιος Νικολά ντε Κοντορσέ (1743–1794) ήταν μαθηματικός και φιλόσοφος. Γνωστές είναι οι πρωτοποριακές εργασίες του επί των πιθανοτήτων και της στατιστικής. Πριν από την Επανάσταση τάχθηκε κατά του δεσποτισμού και, μετά την επικράτησή της εξελέγη μέλος της Βουλής και της Εθνοσυνέλευσης. Είχε ρηξικέλευθες ιδέες, που ενόχλησαν, όπως ήταν η καθολική ψήφος ανδρών – γυναικών, η κοινή εκπαίδευσή τους, καθώς και η μεταρρύθμιση στο ποινικό σύστημα, προς το επιεικέστερο και την αποφυγή της βίας. Οι προτάσεις του θεωρήθηκαν αντεπαναστατικές, καταδικάστηκε σε θάνατο στις 3 Οκτωβρίου 1793 και διετάχθη η σύλληψή του. Κρυβόταν για πέντε μήνες και ολοκλήρωσε μια εργασία του. Παραδόθηκε στις Αρχές και αυτοκτόνησε (;) με δηλητήριο στο κελί της φυλακής του, πριν οδηγηθεί στη λαιμητόμο. Η μνήμη του αποκαταστάθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία το 1989 (!) και τότε η λήκυθος με τη στάχτη του τοποθετήθηκε στο Πάνθεον. Ο Charles Coulston Gillispie γράφει σχετικά: «Μια τραγωδία συνόδευε την πίστη του Κοντορσέ στην επιστήμη και στον ορθό λόγο: έγραφε την ίδια ώρα που κρυβόταν για να γλιτώσει από την γκιλοτίνα. Ωστόσο δεν επέζησε από τη γιακωβίνικη τρομοκρατία της Επανάστασης, που συνέτριψε και τους επιστημονικούς θεσμούς της Γαλλίας, εν μέρει επειδή τους θεώρησε υπολείμματα του παλιού καθεστώτος, αλλά εν μέρει, επίσης, επειδή τους αντιμετώπισε με έναν παροξυσμό πρωτόγονης συναισθηματικής οργής κατά της υπεροψίας της αφηρημένης επιστήμης, της απρόσωπης τυραννίας των μαθηματικών, της υπεροχής του επιστήμονα πάνω στον τεχνίτη».
Ολοκληρώνουμε την αναφορά μας σε προσωπικότητες της επιστήμης και της λογοτεχνίας που φονεύθηκαν από την Επανάσταση με τον ποιητή Αντρέ Σενιέ (1762-1794), έναν από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους των νεοκλασσικών ποιητών. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από Γάλλο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα. Ως επαναστάτης ετάχθη κατά της βίας και της τρομοκρατίας, που ασκούσαν οι υπό τον Ροβεσπιέρο Ιακωβίνοι. Ο Fouquier-Tinville, πρόεδρος του δικαστηρίου, που καταδίκασε τον Σενιέ επανέλαβε κατ’ αναλογία, αυτό που ελέχθη στον Λαβουαζιέ: « Η Δημοκρατία δεν έχει ανάγκη τους ποιητές…».
Βεβαίως τους μεγαλύτερους διωγμούς, εξευτελισμούς και εκτελέσεις υπέστησαν οι ρωμαιοκαθολικοί κληρικοί, μοναχοί και μοναχές. Τα θύματα είναι άγνωστο πόσα ήσαν αφού δεν υπάρχουν στοιχεία. Οι υπολογισμοί έχουν μεγάλο εύρος, από 100.000 έως 600.000, χωρίς να υπολογίζονται αυτά της Βανδέας, της Τουλόν και της Λιόν.
Ο ΔΙΑΦΩΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ
Με τον «Νεοελληνικό Διαφωτισμό» (;) ασχολήθηκαν, ως επί το πλείστον, καθηγητές και γενικότερα συγγραφείς, φίλα προσκείμενοι στον γαλλικό διαφωτισμό. Για τον ορισμό του ο Κ.Θ. Δημαράς έγραψε ότι «συσταίνει» κλάδο του μεγάλου κορμού του ευρωπαϊκού διαφωτισμού». Ο Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης στο δικό του βιβλίο αναφέρει ότι σκοπός της μελέτης του είναι «να ανασυνθέσει τις μεταβολές στη συλλογική συνείδηση του μεταβυζαντινού ελληνισμού και να εντοπίσει τα πολιτικά προβλήματα που προέκυψαν απ’ αυτές, εξετάζοντας την υποδοχή και την τύχη των ιδεών του Διαφωτισμού στους κόλπους της ελληνικής παιδείας κατά τη διαδρομή του ευρύτερου δέκατου όγδοου αιώνα». Ο Κιτρομηλίδης αναγνωρίζει πάντως στη συνέχεια ότι το «ερευνητικό αυτό ζητούμενο θέτει ικανό αριθμό μεθοδολογικών προβλημάτων, που αφορούν τη μελέτη της ιστορίας των ιδεών».
Στα βιβλία για τον Ελληνικό Διαφωτισμό προβάλλονται πρόσωπα, τα οποία χρησιμοποίησαν ή διέδωσαν επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας ή φιλοσοφικές σκέψεις δυτικοευρωπαίων στοχαστών και, περίπου, αγνοούν προσωπικότητες που βοήθησαν τα μέγιστα στην Παιδεία του γένους εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παράδειγμα: Ο Κ.Θ. Δημαράς στο περίπου 14.000 σειρών βιβλίο του περί του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού» αφιερώνει πέντε (5) γραμμές στον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό! Ο Πασχ. Κιτρομηλίδης στις 17.000 περίπου σειρές του βιβλίου του στον πατρο – Κοσμά αφιερώνει 25 σειρές. Σε αυτές δεν αναφέρεται καθόλου στον μαρτυρικό του θάνατο. Ξεκινάει την αναφορά του με τα εξής λόγια: « Μια ιδιότυπη εκδήλωση της ρωσικής προπαγάνδας υπήρξε η δράση του χαρισματικού ιεροκήρυκα και ευαγγελιστή Κοσμά του Αιτωλού…». Για να δικαιολογήσει τον ισχυρισμό του, ότι ο Άγιος ασκούσε «ρωσική προπαγάνδα», ο Πασχ. Κιτρομηλίδης επεξηγεί ότι «προς την κατεύθυνση αυτή ο πατρο – Κοσμάς έδρασε συστηματικά υπό την ευλογία διαδοχικών πατριαρχών της Κωνσταντινουπόλεως και δη του Σεραφείμ Β΄(1757-1761), του οποίου είναι γνωστές οι σχέσεις με τη ρωσική πολιτική». Καμία παραπομπή, για το πού στηρίζει τη μομφή του – γιατί περί μομφής πρόκειται. Αν στηρίχθηκε στο ότι τον Άγιο πατρο – Κοσμά στήριξε Πατριάρχης, «του οποίου ήσαν γνωστές οι σχέσεις τους με τη Μόσχα», είναι μια απολύτως αθεμελίωτη ιστορικά και λογικά άποψη, κατά το «ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει», που έγραψε και ο Κων. Κούμας στο «Σύνταγμα Φιλοσοφίας» του. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Νέο Μαρτυρολόγιο», που συνέγραψε, σημειώνει πως ο πατρο – Κοσμάς «έλαβε έγγραφον άδειαν παρά του τότε Πατριαρχεύοντος Σεραφείμ, του εκ Δελβίνου και ούτως άρχισεν ο Μακάριος να κηρύττει το Ευαγγέλιον της Βασιλείας των Ουρανών». Ο Άγιος Νικόδημος γράφει πως Εβραίοι κατηγόρησαν τον Άγιο στον Κουρτ Πασσιά, ότι «ήταν απεσταλμένος από τους Μοσκόβους δια να ξεπλανά τον βασιλικόν ραγιάν, να πηγαίνουν εις την Μοσκοβίαν…». Γι’ αυτό ο Πασχ. Κιτρομηλίδης ουδέν αναφέρει…
Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός πρόσφερε στον Ελληνισμό μέγιστο έργο εκκλησιαστικό, εθνικό και εκπαιδευτικό. Το ίδιο και οι ολιγογράμματοι παπάδες και δάσκαλοι, που έμεναν κοντά στο υπόδουλο Γένος. Το έργο τους ήταν πολύ πιο δύσκολο από των κληρικών και λαϊκών, που «ποιούσαν τας διατριβάς των» στην Εσπερία και από την ασφάλεια των χωρών στις οποίες διέμεναν έδιναν τα φώτα τους στους υπόδουλους Έλληνες. Πριν το 1779, που οι Οθωμανοί απαγχόνισαν τον Άγιο Κοσμά τον Αιτωλό, σε όλο τον Ελληνισμό λειτουργούσαν 35 σχολεία. Μέσα σε μια 20ετία ο Άγιος ίδρυσε 10 ελληνικά σχολεία και 200 για κοινά γράμματα. Όπου κήρυττε παρακινούσε το λαό να φτιάξει σχολεία, στα οποία τα παιδιά μάθαιναν γράμματα χωρίς να πληρώνουν τίποτε, δωρεάν. Το 1820 τα σχολεία έφτασαν τα 300. Ένας από τους ωφελημένους από αυτά τα σχολεία ήταν και ο Ρήγας Βελεστινλής.
Ο Κωνσταντίνος Σάθας συνέγραψε βιογραφίες «Των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας (1453 – 1821)». Στο πόνημα – Τόμο δεν διαχωρίζει «διαφωτιστές» και «συντηρητικούς». Αναφέρεται σε όλους, χωρίς διάκριση. Όποιος έχει προσφέρει περισσότερο συγγραφικό έργο και έχει σημαντικότερη προσφορά στην Παιδεία των Ελλήνων καταλαμβάνει μεγαλύτερη έκταση στον Τόμο. Σε αυτόν καταγράφονται συνολικά 1315 δάσκαλοι. Μόνο στον ΙΗ΄ αιώνα καταγράφονται 365. Σχεδόν όλοι οι διδάσκαλοι του Γένους και του Ελληνικού Διαφωτισμού ήσαν είτε κληρικοί είτε λαϊκοί πιστά μέλη της Εκκλησίας. Για τους «νεοτεριστές» της Παιδείας του 18ου αιώνος ο Νίκος Γ. Σβορώνος παραδέχεται ότι «δεν έφθασαν ποτέ ως τις ακραίες συνέπειες της σκέψης των δυτικών τους δασκάλων και δεν ήθελαν με κανένας τρόπο να απομακρυνθούν από την χριστιανική Πίστη και την Ορθόδοξη Εκκλησία». Το σωστό είναι ότι όλοι τους διδάχθηκαν, μελέτησαν, μετέφρασαν και δίδαξαν τα επιτεύγματα της επιστήμης, χωρίς να χάσουν την ιδιοπροσωπία τους, ως Έλληνες. Αυτή είναι η αλήθεια. Ο Ελληνικός Διαφωτισμός δεν είχε Ροβεσπιέρο, Μαρά και Νταντόν, ούτε Βολταίρο, Ρουσό και Ντιντερό. Αντίθετα είχε πλείστους Πατριάρχες, Αρχιεπισκόπους, Επισκόπους και πιστούς λαϊκούς, οι οποίοι εισήγαγαν στον Ελληνισμό τις ραγδαίες εξελίξεις κατά τον ΙΗ΄ αιώνα της επιστήμης και της φιλοσοφίας.
Βιβλία που γράφτηκαν για τον Ελληνικό Διαφωτισμό διακρίνονται για την ιδεολογική φόρτιση των συγγραφέων τους και την εκ μέρους τους άγνοια της εκκλησιαστικής ιστορίας του ΙΗ΄ αιώνος. Αν την μελετούσαν θα διαπίστωναν ότι άλλα ήσαν τα προβλήματα που απασχολούσαν το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, το οποίο πέρασε αυτόν τον αιώνα γεμάτο από εσωτερικές αναταράξεις και από ωμές παρεμβάσεις της Υψηλής Πύλης στα εσωτερικά του. Ενδεικτικό στοιχείο των δοκιμασιών του Φαναρίου είναι οι σύντομες πατριαρχίες και το άδοξο τέλος σχεδόν όλων των Πατριαρχών του 18ου αιώνα. Μέσα σε 97 χρόνια ( 1702 – 1799) πατριάρχευσαν (ή επαναπατριάρχευσαν) 33 πατριάρχες! Από αυτούς οι είκοσι εννέα (29) απεβίωσαν εκθρονισμένοι και στην εξορία – κυρίως στον Άθωνα. Ένας, ο Καλλίνικος Γ΄(1726) απεβίωσε με το άκουσμα της εκλογής του από αποπληξία. Και μόνον τρεις απεβίωσαν πατριαρχεύοντες!
Τα σοβαρότερα ζητήματα που αντιμετώπισαν οι πατριαρχεύσαντες τον 18ο αιώνα ήσαν ο «αναβαπτισμός» και η κίνηση των «κολλυβάδων». Ο «αναβαπτισμός» αφορούσε στον τρόπο της εισδοχής των αιρετικών –Ρωμαιοκαθολικών και Αρμενίων – στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Η δεύτερη αναταραχή στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας συνέβη με το λεγόμενο «κίνημα των Κολλυβάδων». Αυτό διέτρεξε το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και είχε ως πνευματικούς ηγέτες τον Άγιο Μακάριο τον Νοταρά (1731-1805), τον Όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη (1749-1809) και τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο (1722-1805). Φυσικά το ζήτημα δεν ήταν μόνο αν τα μνημόσυνα πρέπει να γίνονται αποκλειστικά το Σάββατο και όχι την Κυριακή, ούτε αν μπορεί ο Χριστιανός να κοινωνεί των Αχράντων Μυστηρίων συχνά ή όχι. Το θεμελιώδες ζήτημα ήταν για την πορεία του Γένους, αν η πνευματική αναγέννηση του Ελληνισμού θα ερχόταν μέσα από την δυτική λογικοκρατούμενη σκέψη, ή από τον πνευματικό αναπροσανατολισμό των Ελληνορθοδόξων προς τα νάματα του πολιτισμού, που ενσάρκωνε η βυζαντινή καθολικότητα του Γένο0. Οι «κολλυβάδες» κληρικοί καταδικάστηκαν από την Σύνοδο του Πατριαρχείου το 1776, πατριαρχεύοντος του Σωφρονίου Β΄, σε καθαίρεση και «άλυτο αφορισμό».
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος αθωώθηκε το 1781, επί Πατριάρχου Γαβριήλ Δ΄(1780-1785). Οι άλλοι τρεις ιερομόναχοι δεν αθωώθηκαν… Το γεγονός ότι το Πατριαρχείο αφόρισε τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, τον μαχητικότερο πνευματικό αντίπαλο του Διαφωτισμού, δεν γράφεται από κανένα εξ εκείνων που έγραψαν για τον «Νεοελληνικό Διαφωτισμό»…
Κύρια επιδίωξη πολλών εκ των συγγραψάντων περί του Ελληνικού Διαφωτισμού είναι να προκαλέσουν αρνητικές εντυπώσεις σε βάρος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, με το επιχείρημα ότι Αυτή στην αντιμετώπιση όσων εισήγαγαν επιστημονικά επιτεύγματα και φιλοσοφικές σκέψεις συγγραφέων της Δύσης ακολούθησε τα παπικά πρότυπα. Γράφεται λ.χ. «Αναρίθμητα είναι τα παραδείγματα πνευματικών ανθρώπων της εποχής (του 18ου αιώνα) που διώχθηκαν από το Πατριαρχείο». Και αντί για «αναρίθμητους» αναφέρει «μερικούς», έξι για την ακρίβεια, τους Θεόφιλο Κορυδαλλέα, Βενιαμίν τον Λέσβιο, Μεθόδιο Ανθρακίτη, Θεόφιλο Καΐρη, Ευγένιο Βούλγαρη και Κ.Μ. Κούμα»!
Σημειώνεται ότι πλην του Καΐρη οι υπόλοιποι ήσαν και παρέμειναν σε όλη τους τη ζωή Ορθόδοξοι Χριστιανοί. Ο Ευγένιος Βούλγαρης κατέστη Αρχιεπίσκοπος στο Πατριαρχείο της Μόσχας και απεβίωσε οσιακά. Ο Θεόφιλος ο Κορυδαλλέας εξελέγη Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης. Οι Βενιαμίν ο Λέσβιος και Μεθόδιος ο Ανθρακίτης ήσαν ιερομόναχοι. Μπορεί να πέρασαν δοκιμασίες, μπορεί να διαφωνεί κάποιος με τις ιδέες τους, αλλά έως το τέλος της ζωής τους προσέφεραν στην Εκκλησία και στο Έθνος. Ο Κ. Μ. Κούμας εξάλλου ήταν πιστός Χριστιανός και εξαίρετος Έλληνας.
Ειδικότερα ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς έζησε προ του ΙΗ΄αιώνος. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1560 (ή 1565) Ο Κων. Σάθας γράφει εκτενώς τη βιογραφία του και την εργογραφία του. Σπούδασε στη Ρώμη και στην Πάντοβα Ιατρική και Φιλοσοφία. Το 1626 κατέστη σχολάρχης στην Πατριαρχική Σχολή, επί Πατριάρχου Κυρίλλου Λουκάρεως. Ενδυθείς το μοναχικό σχήμα μετωνομάσθη σε Θεοδόσιο. «Ανήρ ανηρέμου και αστάτου φρονήματος» απέβαλε το μοναχικό τριβώνιο, ξαναπήρε το κοσμικό του όνομα, Θεόφιλος, και έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για την Βενετία, όπου ζούσε δίνοντας μαθήματα. Λίγο πριν από την πατριαρχεία του Παρθενίου του Γέροντος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Το Φανάρι εκτιμώντας τα προσόντα και τις γνώσεις του λησμόνησε τα όσα είχε πράξει και τον «εδέχθη ευμενώς».
Κατά την τελετή ενθρονίσεως του Παρθενίου, του ανετέθη να εκφωνήσει τον πανηγυρικό και αυτός βρήκε την ευκαιρία να διακηρύξει ότι η αληθής Ορθόδοξη Αλήθεια είναι η εφευρεθείσα από τους παπικούς ψευδοκυρίλλιος ομολογία. Υπήρξε τότε αντίδραση από τον Πατριάρχη και κληρικούς και λαϊκούς του Φαναρίου. Για κάποιο καιρό εκρύβη σε οικία φίλου του. Αργότερα προσήγγισε φαναριώτες κληρικούς και έδειξε ότι μετάνιωσε. Ο Πατριάρχης τον πίστεψε και τον χειροτόνησε Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, το 1640. Εκείνος και ως Μητροπολίτης συνέχισε να διδάσκει τα δικά του πιστεύω και κηρύχθηκε έκπτωτος του Μητροπολιτικού θρόνου. Στη συνέχεια, προς πορισμό, έκαμε το επάγγελμα του ιατρού και έζησε το υπόλοιπο του βίου του στην γενέτειρά του Αθήνα. Απεβίωσε ησύχως, το 1645.
Η Ρωξάνη Δ. Αργυροπούλου έγραψε αξιόλογη μελέτη για τον Βενιαμίν τον Λέσβιο. Στον επίλογο της μελέτης της γράφει: «Αν και εμφανίζεται καινοτόμος, ο Βενιαμίν προσπάθησε να εντάξει τις επιτεύξεις της λογοκρατικής νεότερης ευρωπαϊκής σκέψης στο πλαίσιο της ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα στη δυτική φιλοσοφία και την ελληνική παράδοση, αρχαία, μεσαιωνική και νεότερη. Οι αναφορές του στα συστήματα της Αρχαιότητας καθώς και στη βυζαντινή φιλοσοφική σκέψη, όπως εμφανίζεται σε σχολιαστές του αριστοτελικού έργου, φανερώνουν την πρόθεσή του αυτή. Αλλά και από το πνεύμα της Αγίας Γραφής προσπαθεί να μην απομακρυνθεί, κάτι που γίνεται περισσότερο φανερό, αν σκεφθούμε ότι αρχίζει και κλίνει τα «Στοιχεία της Μεταφυσικής» με ρήσεις της Αγίας Γραφής». Σημειώνεται ότι ο Βενιαμίν ο Λέσβιος δηλώνει άκρως αντίθετος σε αυτούς που επιδίδονται «εις τας ηδονάς των αισθήσεων», όπως φρονούσε η ιντελιγκέντσια της γαλλικής επανάστασης, με πρώτους τους Ντιντερό και ντε Σαντ.
Ο Χρ. Γιανναράς γράφει για τον Βενιαμίν τον Λέσβιο: «Συνάντησε κάποιες αντιδράσεις από συντηρητικούς εκκλησιαστικούς κύκλους, που προσπαθούσαν να αναπαραγάγουν και στην Ελλάδα τις βατικάνειες αντιδράσεις στις θετικές επιστήμες. Το 1805 υπέβαλε στο Πατριαρχείο μιαν ομολογία πίστεως και μάλλον χάρη σε αυτήν μπόρεσε να συνεχίσει το διδακτικό και συγγραφικό του έργο». Μια ακόμη απόδειξη της διαφωνίας του κληρικού και πολυεπιστήμονα (φυσικού, χημικού, μαθηματικού, αστρονόμου και θεολόγου) Βενιαμίν με τις ακρότητες της Γαλλικής επανάστασης ήταν η εκδήλωση του αποτροπιασμού του για την καρατόμηση του σπουδαίου χημικού Λαβουαζιέ:
«Η φύσις ως φαίνεται χρειάζεται αιώνας ολοκλήρους δια να πλάση έναν υπεράνθρωπον και τοιούτος τω όντι υπήρξεν ο Λαοϊσέρος… Θάνατος όμως υπήρξε εις αυτόν η αμοιβή της αχαρίστου ανθρωπότητος. Το μόνον έγκλημα υπήρξεν εις αυτόν το μέγα πνεύμα…Ώστε ήθελεν είναι δύσκολον να διορισθή αν η Γαλλία πρέπει να εναβρύνηται πλέον διότι εγέννησε τοιούτον άνδρα, ή να ταπεινούται διότι τον εθανάτωσεν».
Ο Βενιαμίν υπηρέτησε την Εκκλησία και το Γένος έως τον θάνατό του. Μυηθείς στην Φιλική Εταιρεία αγωνίσθηκε για την απελευθέρωση της Ελλάδος. Ενδεικτικά ο υπουργός Δικαιοσύνης της επαναστατικής κυβερνήσεως Κ. Μεταξάς, στα «Απομνημονεύματά του» και αναφερόμενος στον διορισμό του Βενιαμίν ως «Αρμοστή των νήσων του Αιγαίου», το 1822, τον περιγράφει ως «ιερέα σεβάσμιον και πεπαιδευμένον, όστις ουκ ολίγον με ευκόλυνεν δια της υπολήψεως ην έχαιρε… προς εκπλήρωσιν της αποστολής μου». Ο ιερομόναχος Βενιαμίν απεβίωσε το 1824 εις το Ναύπλιο, σε ηλικία 65 ετών, κατά τη διάρκεια μεγάλης επιδημίας τύφου, που είχε πλήξει την πόλη.
Ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660 – πριν από το 1749) ήταν ένας σημαντικός κληρικός και διδάσκαλος του Γένους. Σπούδασε στη Βενετία, όπου και υπηρέτησε επί χρόνια ως εφημέριος στην εκεί ελληνική εκκλησία. Άγνωστο για ποιους λόγους προκάλεσε την έχθρα του μαθητή του Ιεροθέου Ιβηρίτη, ο οποίος χρησιμοποίησε κάθε μέσο για να τον εξοντώσει ηθικά και εκκλησιαστικά. Η Πατριαρχική Σύνοδος πείσθηκε από τους κατηγόρους του Μεθοδίου και παρά το ότι ο ίδιος παρουσιάστηκε στη Σύνοδο και θέλησε να αποφύγει την καθαίρεσή του ομολογώντας την πίστη του στον Τριαδικό Θεό και στους κανόνες και στα δόγματα της Εκκλησίας, η Σύνοδος δεν πείσθηκε τον καταδίκασε και έκαψε τα βιβλία του στο προαύλιο του Πατριαρχείου. Ο Μεθόδιος αποκαταστάθηκε προς το τέλος της ζωής του. Ο Κων. Σάθας για να καταδείξει την χριστιανική αρετή του Μεθοδίου παραθέτει περικοπή από επιστολή του προς τον Αναστάστιο, σχολάρχη στα Τρίκαλα, έναν από τους κατηγόρους του, που αργότερα μετάνιωσε, του ζήτησε συγχώρηση και ο π. Μεθόδιος του την έδωσε:
«Ουκ εσμέν αδελφοί; Ου μια πίστει, μια εκκλησία, τοις αυτοίς μυστηρίοις συνδεδέμεθα; Περί τίνος δ’ η τοσαύτη έρις; Περί φιλοσοφίας; Ερεσχελίας; …Μία αλήθεια, Χριστός Εσταυρωμένος. Ουδέν έτερον αληθές εν τω κόσμω τούτω… Ικανώς κεκοπιάκατε και την αμοιβήν των πόνων ημών έχετε. Όσα ηθελήσατε εποιήσατέ μοι! Κατεφρονήσατε, υβρίσατε, ητιμάσατε, περίψημά με ανεδείξατε, αποτρόπαιον ανθρώποις, ου μην δε Θεώ. Τι έτι επιζητείτε; …Οράτε ότι έστι και οφθαλμός εκδικήσεως. Ταύτα μεν ως πατήρ. Υμείς δε κατά το δοκούν υμίν ποιείτε».
Ο Χρ. Γιανναράς σημειώνει ότι η μεταγενέστερη «φωταδιστική» και «προοδευτική» διανόηση στην Ελλάδα «έσπευσε να εκμεταλλευθεί στο έπακρο την καταδίκη του Ανθρακίτη, για να καταδείξει ότι και στην Ορθόδοξη Εκκλησία λειτούργησε “Ιερή Εξέταση” και “πυρά” και “πόσο αποτελεσματικοί ήταν οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της επίσημης Εκκλησίας στις αρχές”. Για να βγει έτσι το συμπέρασμα, ότι ο “σκοταδισμός”, η αντίδραση στην πρόοδο και η άρνηση της ελεύθερης σκέψης είναι φαινόμενα σύμφυτα με τον Χριστιανισμό γενικά – άρα μόνο με την απαλλαγή από τη θρησκεία μπορεί να προσβλέψει η ανθρώπινη κοινωνία στη δυναμική της εξέλιξη». Ο κ. Γιανναράς παρατηρεί επίσης ότι «οι βατικάνειες απομιμήσεις στην Ορθόδοξη Ανατολή έμειναν πάντοτε συμπτώματα περιπτωσιακά και περιστατικά – ποτέ δεν θεσμοποιήθηκαν».
Η περίπτωση του Θεοφίλου Καΐρη (1784 – 1852) είναι διαφορετική. Συμβαίνει στον 19ο αιώνα και στο ελεύθερο Ελλαδικό κράτος. Κληρικός, μέλος της Φιλικής Εταιρείας, κήρυξε την Επανάσταση στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Άνδρο. Ήταν ο κληρικός που προσφώνησε τον Καποδίστρια κατά την άφιξή του στην Ελλάδα. Στη δεκαετία του 1830 επινοεί μια νέα, δικής του έμπνευσης, θρησκεία, τον Θεοσεβισμό και την προπαγανδίζει φανατικά. Οι Εκκλήσεις φίλων του και από την Ιερά Σύνοδο (Φαρμακίδης) δεν πιάνουν τόπο. Φεύγει για Παρίσι και Λονδίνο, όπου αναζητεί οπαδούς στη θρησκεία του. Με τη συμπαράσταση του Ι. Κωλέττη επιστρέφει στην Ελλάδα, όπου συνεχίζει να κηρύττει τη θρησκεία του. Μετά τον θάνατο του Κωλέττη εισάγεται σε δίκη για προσηλυτισμό και φυλακίζεται. Μετά από λίγους μήνες απεβίωσε, το 1853. Μετά θάνατον ο Άρειος Πάγος αναίρεσε την ποινή του.
Και για την περίπτωση του Καΐρη, ο Χρ. Γιανναράς γράφει ότι την προβάλλουν οι «φωταδιστές», ως δείγμα σκοταδισμού της Εκκλησίας, αποσιωπώντας το γεγονός, ότι στην εποχή της καταδίκης του Καΐρη η «επίσημη» τουλάχιστον εκκλησία στην Ελλάδα βρισκόταν πλήρως κάτω από τον έλεγχο των Διαφωτιστών. Να σημειωθεί ότι οι Διαφωτιστές της Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος μαζί με τους «φωταδιστές» δικαστές καταδίκασαν σε ισόβιο εγκλεισμό στο μοναστήρι της Παναχράντου Άνδρου τον Γέροντα Χριστοφόρο (Παπουλάκο), που ήταν παραδοσιακός μοναχός….Επίσης οι Διαφωτιστές του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους καταδίκασαν σε θάνατο τον Κολοκοτρώνη και φυλάκισαν τον Μακρυγιάννη…
Παραδόξως στους «διωχθέντες» κληρικούς αναφέρεται και ο Αρχιεπίσκοπος Χερσώνος Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806). Με την πραγματικά φωτισμένη διάνοιά του δίδαξε στην Κοζάνη, στην Αθωνιάδα, στη Θεσσαλονίκη, στην Κωνσταντινούπολη. Είχε μαθητές – προσωπικότητες που τον εκτίμησαν και τον αγάπησαν και μια τεράστια καλή φήμη, που τον ακολουθούσε. Τα γεγονότα αυτά προκάλεσαν τον φθόνο δολερών ανθρώπων και ο Βούλγαρης αποφάσισε να εγκαταλείψει τον Ελλαδικό χώρο και να ζήσει πρώτα στη Γερμανία και μετά στην Ρωσία, όπου και αναδείχθηκε Αρχιεπίσκοπος Σλαβενίου και Χερσώνος. Η μεγάλη εκκλησιαστική και θεολογική προσωπικότητα του Ευγενίου Βούλγαρη, σε συνδυασμό με την βαθιά επιστημονική του γνώση και την θύραθεν σοφία του, είναι η ζωντανή απόδειξη της δυνατότητας συμπόρευσης Ορθοδοξίας και Επιστήμης. Στην αθεϊστική προπαγάνδα δεν ταιριάζει καθόλου το ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) ήταν κληρικός, ότι ανεδείχθη Αρχιεπίσκοπος Σλαβινίου και Χερσώνος και παράλληλα ότι ο χαλκέντερος κληρικός με τη Ορθοδοξότατη γραφή και τα κηρύγματα του επί θεολογικών και εκκλησιαστικών ζητημάτων, έμαθε, έγραψε, μετέφρασε, και δίδαξε Λογική, Αριθμητική, Γεωμετρία, Φιλοσοφία, Φυσική, Κοσμολογία. Ο Κων. Σάθας έγραψε:
«Ο Ευγένιος ήταν εκ των πολυμαθεστέρων και πολυγραφοτέρων του αιώνος του. Εγίνωσκε την Ελληνικήν, Λατινικήν, Γερμανικήν, Ιταλικήν, Γαλλικήν, Εβραϊκήν, Χαλδαϊκήν, Τουρκικήν, Αραβικήν και Ρωσικήν διάλεκτον. Πανδαήμων (Σημ. γρ. Πανεπιστήμων) και χαλκέντερος συγγραφεύς, πρόμαχος της ορθοδοξίας λαμπρός, τα μέγιστα συνετέλεσεν εις μετάδοσιν της νεωτέρας φιλοσοφίας εν τω ημετέρω έθνει» .
Ο Ευγένιος Βούλγαρης δεν δίστασε να μελετήσει και να γνωρίσει πρώτος στους Έλληνες τους φιλοσόφους και βασικούς εκπροσώπους του Διαφωτισμού, τους θεϊστές, τον Γάλλο φιλόσοφο Βολταίρο (1694-1778), και τον Γερμανό μαθηματικό και στοχαστή Λάϊμπνιτς (1646-1716), όπως επίσης τον αγγλικανό κοινωνιολόγο Τζον Λόκ (1632-1704), βλέποντας τους βεβαίως με την κριτική του ματιά, του Ορθοδόξου κληρικού και του ιδιοφυούς στοχαστού. Το 1768 μετέφρασε στα ελληνικά το «Δοκίμιον ιστορικόν και κριτικόν περί των διχονοιών εν ταις Εκκλησίαις της Πολωνίας» του Βολταίρου, με δικές του πολλές και εύστοχες παρατηρήσεις . Στο ίδιο βιβλίο περιέχεται και το δοκίμιο του Βουλγάρεως «Σχεδίασμα περί Ανεξιθρησκείας, ήτοι Περί Ανοχής των Ετεροθρήσκων» το οποίο με φροντίδα και δαπάνη του εξέδωσε ο Άγιος Νεκτάριος ο Κεφαλάς . Το δοκίμιο του Βολταίρου, που μετέφρασε και σχολίασε ο Βούλγαρης, πραγματεύεται τους σκληρούς διωγμούς που υπέστησαν οι Ορθόδοξοι χριστιανοί από τους Παπικούς στην Πολωνία, δια μέσου της κρατικής εξουσίας και της Ουνίας. Εκείνο που ένωνε τον Ορθόδοξο Ιεράρχη με τον ντεϊστή Γάλλο φιλόσοφο ήταν ο αντιπαπισμός τους, κάτι που φαίνεται και στο συγκεκριμένο βιβλίο. Τους χώριζαν βεβαίως πολλά…
Ο Ευγένιος Βούλγαρης ήταν επίσης «ο πραγματικός εισηγητής της σκέψης του Λοκ στην Ελλάδα». Του Άγγλου διανοούμενου μετέφρασε στα ελληνικά το σημαντικότερο φιλοσοφικό του σύγγραμμα «Δοκίμιο για την ανθρώπινη νόηση». Μάλιστα το χρησιμοποίησε ως βοήθημα στις παραδόσεις του στην Αθωνιάδα. Ο ιδιοφυής Ευγένιος Βούλγαρης υπηρέτησε ως Σχολάρχης, από το 1753 έως το 1759, στην Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία, στην οποία και της έδωσε το όνομα. Σ’ Αυτήν μαθητές του, τους οποίους ενέπνευσε η διδασκαλία του, ήσαν ο Άγιος Ιερομάρτυς και Ισαπόστολος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος, ο Άγιος Αθανάσιος ο Νεομάρτυς, ο ιερομόναχος Σέργιος Μακραίος, ο μοναχός Ιώσηπος Μοισιόδακας, ο Επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος και άλλοι. Όλοι τους προσέφεραν πολλά στην Εκκλησία και στο Έθνος ως κληρικοί και δάσκαλοι.
Ανάλογη με του Βούλγαρη ήταν η ζωή και το έργο του Νικηφόρου Θεοτόκη (1731; – 1800). Κοινή η καταγωγή τους, από την Κέρκυρα, και «ιερά η φιλία η οποία τους συνήνου». Ο Θεοτόκης με πρόσκληση του Βουλγάρεως μετέβη στη Ρωσία, όπου το 1779 τον διαδέχθηκε στην Αρχιεπισκοπή Σλαβενίου και Χερσώνος και ύστερα, το 1786, μετετέθη στην Αρχιεπισκοπή Σλαβινίου και Χερσώνος. Από αυτήν παραιτήθηκε το 1792 και έως το τέλος του βίου του διαμένων εις Μονή της Μόσχας «διήγαγε μονάζων και συγγράφων». Κατά τον Σάθα ο Θεοτόκης ήταν «εις των πολυμαθεστέρων και φιλοπόνων συγγραφέων του ΙΗ΄αιώνος, πρόμαχος της ορθοδοξίας, και ζηλωτής της παιδείας ένθερμος». Έγραψε και δίδαξε Φυσική, Μαθηματικά, Γεωγραφία και Θεολογία. Εξαιρετικό και κλασσικό το Κυριακοδρόμιό του.
Για τον Κωνσταντίνο Κούμα (1777-1836) ο Χρ. Γιανναράς γράφει πως ήταν άνθρωπος μετριοπαθής και δεν χρησιμοποίησε τις ιδέες του Διαφωτισμού για ιδεολογικό αγώνα. Προτίμησε να εργασθεί ως εκπαιδευτικός, συγγραφέας και μεταφραστής για την εισαγωγή και καλλιέργεια των νεωτερικών επιστημών στην Ελλάδα. Ίδρυσε το Φιλολογικό Γυμνάσιο στη Σμύρνη, το οποίο, διηύθυνε για πολλά χρόνια και άφησε ένα πελώριο μεταφραστικό αλλά και συγγραφικό έργο στον χώρο των μαθηματικών, της χημείας, της γεωγραφίας, της αρχαίας γ λώσσας, της ιστορίας της φιλοσοφίας και της φιλοσοφίας. Και προσθέτει ο Χρ. Γιανναράς: «Ο Κων. Κούμας δεν συντάσσεται με τη μερίδα των υλιστών του Διαφωτισμού, ούτε εκφράζει τις αντικληρικές ιδέες του Κοραή. Υποτάσσει ωστόσο την έννοια του απόλυτου και του Θεού στις απαιτήσεις του ορθού λόγου και είναι από τους πρώτους που εκπροσωπεί στην Ελλάδα την καντιανή στάση περιορισμού της μεταφυσικής στα όρια της γνωσιολογίας. Μεταφυσική για τον Κούμα είναι η άρνηση κάθε δογματικής αρχής και η επιστημονική εξέταση των -ορίων και δυνατοτήτων του ορθού λόγου».
Ο Κούμας επικαλείται κατ’ επανάληψη τον Θεό. Γράφει σε ένα σημείο: «Οι Έλληνες ρίψαντες τας ελπίδας των εις το έλεος του Θεού επέμεναν γενναίως εις τον σκοπόν των» (Σημ. υπογρ. Της ελευθερίας της Πατρίδας). Και συνεχίζει ο Κούμας: «Αι εις τον Θεόν ελπίδες δεν καταισχύνουσι τους ανθρώπους, όταν είναι συνδεδεμέναι με ομόνοιαν και αγάπην. Αλλά κατά δυστυχίαν το δεύτερον ήρχισε να παραιτή τους Έλληνας». Ο Κων. Κούμας σαφώς ομιλεί για τον Τριαδικό Θεό των Ορθοδόξων, στον οποίο πίστευαν όλοι οι πρωταγωνιστές και οι αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Σε άλλο σημείο της ίδιας μελέτης του ο Κων. Κούμας επικρίνει όσους πολεμούσαν τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια για λόγους ιδεολογικούς, επειδή δεν ακολουθούσε την πολιτική των Γάλλων αθέων επαναστατών. Γράφει: «Λόγιοι τινές, συνηρπασμένοι από τα μυστήρια της των Γάλλων πολιτικής διέδιδαν εις το γένος διατριβάς, δια των οποίων απέδειχναν τυραννούμενην την Ελλάδα, επειδή η κυβέρνησις δεν εφύλαττε τύπους τινάς αγαπητούς εις την Γαλλικην πολιτείαν». Και συνεχίζει τονίζοντας ότι είναι απαράδεκτο να μεταφερθεί η άθεη γαλλική κουλτούρα και πολιτική στην Ελλάδα, αφού «τα πολιτεύματα σχηματίζονται φυσικώς και βαθμηδόν εκ των επικρατούντων εθών και ηθών εκάστου έθνους».
Ένας άλλος Έλληνας λόγιος, που επικαλούνται οι άθεοι διαφωτιστές και όσοι πιστεύουν στη γαλλική επανάσταση, ως εις τοτέμ, είναι ο Χριστόδουλος Ευσταθίου ο εξ Ακαρνανίας, ο επικαλούμενος Παμπλέκης. Όπως σημειώνει ο Κ.Θ. Δημαράς έζησε τα περισσότερα χρόνια του, ως διδάσκαλος ελληνοπαίδων στη Βιέννη. Τον χαρακτηρίζει «μάλλον ασήμαντο συγγραφέα, με συμπιληματικά συγγράμματα “γραμμένα σε μια άνοστη και δυσνόητη αρχαΐζουσα γλώσσα”, που “ούτε εκφράζει, μια πνευματική ανταρσία, της οποίας τον είπαν φορέα, ούτε φαίνεται να μπορούσε να προκαλέσει”». Ο Πασχ. Κιτρομηλίδης γράφει ότι οι Έλληνες λόγιοι του ΙΗ΄ αιώνα υποστήριζαν ότι η κριτική τους «επιδίωκε να επαναφέρει την Εκκλησία στην αξιοπρέπεια που της ταίριαζε, με την αναβίωση του αυθεντικού νοήματος και της πρακτικής εφαρμογής του χριστιανισμού του Ευαγγελίου». Και προσθέτει: «Μόνο σε δύο μεμονωμένες περιπτώσεις το όριο αυτό ξεπεράστηκε και τα ίδια τα θεμελιώδη δόγματα της χριστιανικής θρησκείας τέθηκαν υπό αμφισβήτηση».
Κατά τον Χρ. Γιανναρά ο Παμπλέκης «απλώς αντέγραφε τους γάλλους Εγκυκλοπαιδιστές και τον Σπινόζα ανθολογώντας με προκλητική μονομέρεια “δεϊστικές” και αντικληρικαλιστικές θέσεις». Για τον Παμπλέκη πολύ λίγα είναι γνωστά και αυτά συγκεχυμένα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην εισαγωγή που έγραψε ο Πασχάλης Κιτρομηλίδης στο βιβλίο του Χριστοδούλου Παμπλέκη «Απάντησις Ανωνύμου προς τους Αυτού Άφρονας Κατηγόρους, Επονομασθείσα “Περί Θεοκρατίας”» και όσον αφορά στη ζωή και στο έργο του δεκατρείς φορές χρησιμοποιεί δυνητικές φράσεις (που αρχίζουν με τα μπορεί, μπορούσε, θα μπορούσε, θα πρέπει να είχε) και δώδεκα, που δεν εκφράζουν βεβαιότητα, αλλά πιθανότητα (προφανώς, φαίνεται, ίσως, με κάποια βεβαιότητα, διαφαίνεται, η υπόθεση ενισχύεται, ενδεχομένως, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να…). Ακόμη και το βιβλίο του Παμπλέκη «Περί Θεοκρατίας» εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, προκαλώντας απορίες για τα πολλά τυπογραφικά και ορθογραφικά λάθη, σε βαθμό μάλιστα, όπως γράφει ο Πασχ. Κιτρομηλίδης, « που η κατανόηση του κειμένου να καθίσταται προβληματική σε ορισμένα σημεία».
Από τα όσα διασώθηκαν για τη ζωή και για το έργο του ο Παμπλέκης δείχνει άνθρωπο παρορμητικό και ευμετάβλητο. Το πρώτο του έργο έχει τίτλο «Αληθής πολιτική», το οποίο είναι μετάφραση του «La veritable politique», που είχε εκδοθεί ανώνυμα το 1692. Κατά τον Πασχ. Κιτρομηλίδη «το κείμενο αποτελεί μια διεξοδική έκθεση συμβατικών ηθικών αξιών, που αποβλέπουν να καλλιεργήσουν το ήθος του καλού υπηκόου, με βάση τις αρχές της φρόνησης, του ορθού λόγου και της θρησκείας». Το κείμενο επανεκδόθηκε από τον Λουδοβίκο ΙΗ΄ μετά την παλινόρθωση της Μοναρχίας, ως τμήμα της αντεπίθεσης του εναντίον της ιδεολογικής κληρονομιάς της Γαλλικής Επανάστασης.
Στο βιβλίο του «Περί Θεοκρατίας» και πέραν των όσων έγραψε για τον Παμπλέκη ο Χρ. Γιανναράς να σημειωθεί ότι αυτός από τη μία γράφει «Τας αγίας γραφάς, όσαι μετά λόγου ορθού διδάσκουσι την αλήθειαν, εγώ αείποτε τας αποδέχομαι και τας ασπάζομαι»7 και από την άλλη απορρίπτει την θεότητα του Χριστού, το κύρος των Πατέρων της Εκκλησίας και των Αγίων και γενικά τον κλήρο. Φτάνει στο σημείο να κατηγορήσει τον Μέγα Βασίλειο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο ότι ήσαν οι ηθικοί αυτουργοί του «φόνου» του Αυτοκράτορα Ιουλιανού, του επιλεγομένου παραβάτου… Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι ανθρώπου φανατικού και αθυρόστομου. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι περίπου έτσι ήταν και η γλώσσα του αντιλόγου των αντιπάλων του.
Το ύφος, το ήθος και η ποιότητα των γραπτών του Παμπλέκη ήταν για να τον ακολουθούν σύντομες ιστορικές αναφορές. Όμως ο Φίλιππος Ηλιού, το 1985, τον έφερε στην επιφάνεια, γράφοντας ότι η σιωπή γι’ αυτόν δεν οφειλόταν στο ισχνό και μέτριας ποιότητας έργο του, αλλά «σε ύποπτη σιωπή». Έκτοτε για τον Παμπλέκη γράφουν όλοι οι κατά της Εκκλησίας λόγιοι. Έφτασαν στο σημείο να εξυψώσουν το «Περί Θεοκρατίας» κείμενό του, ως « το πλέον ρωμαλέο κείμενο του ριζοσπαστικού Διαφωτισμού στην καθ’ ημάς Ανατολή9. Οι απολύτως αντιχριστιανικές όψιμες θέσεις του, όπως εκφράστηκαν με το μετά τον θάνατό του εκδοθέν πόνημά του, σε συνδυασμό με το μένος που είχε προκαλέσει σε συγκεκριμένους κληρικούς και λαϊκούς, προκάλεσαν τον αφορισμό του, τρεις μήνες μετά τον θάνατό του…Έτσι, γράφει ο Χρ. Γιανναράς «ανασύρθηκε από την αφάνεια ο Χριστόδουλος Παμπλέκης και προβλήθηκε από τη νεώτερη “φωταδιστική” διανόηση ως σύμβολο και αυτός των διώξεων που υπέστησαν οι Έλληνες Διαφωτιστές από την Εκκλησία».
Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Ελληνικού Διαφωτισμού είναι ο Αδαμάντιος Κοραής, ο οποίος εξακολουθεί να αποτελεί σημείο αντιλεγόμενο, ακόμη και μεταξύ των Χριστιανών. Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος γράφει: «…Ο Κοραής δεν είχε σε υπόληψη μήτε το Βυζάντιο μήτε καταλάβαινε σε βάθος την πνευματικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας και τον Βυζαντινό πολιτισμό…Θέλησε να μεταφέρει παθητικά στον αιώνα του τον δυτικό διαφωτισμό στην Ελλάδα, προσαρμόζοντάς τον στις συνθήκες του τόπου ή – χειρότερα ακόμη – προσαρμόζοντας τις συνθήκες του τόπου στον διαφωτισμό…».
Αντίθετα η Σοφία Θ. Γρηγοριάδου στην εμπεριστατωμένη μελέτη της συμπεραίνει: «Καθίσταται σαφές ότι ο Κοραής ανήκει συνειδητά στο πλήρωμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της εποχής του. Μολονότι έζησε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Δύση, δεν αποξενώθηκε από το ιστορικό γίγνεσθαι του ελληνικού ορθοδόξου χώρου. Εν τούτοις αφομοίωσε γόνιμα και δημιουργικά τον προβληματισμό της Δύσης παραμένοντας σταθερά Έλλην, ενώ έμεινε πιστός στην ορθόδοξη πίστη, όπως την βίωσε στο οικογενειακό του περιβάλλον. Δεν βίωσε βέβαια την παλαμική θεολογία, η οποία, άλλωστε, μέχρι τη δεκαετία του 1960 ήταν άγνωστη ακόμη και στους θεολόγους». Θεοφιλές και εθνωφελές θεωρούν το έργο του Κοραή οι καθηγητές Πανεπιστημίου Δημ. Μπαλάνος, π. Βασ. Στεφανίδης, Κων. Μουρατίδης και Γεώρ. Γαλίτης. Επίσης ο αείμνηστος Μητροπολίτης Κερκύρας Μεθόδιος Κοντοστάνος αφού σημειώνει ότι ο Κοραής «ουδεμίαν υπέστη προτεσταντική επίδραση» και ότι «εστράφη μετά δριμύτητος κατά του Παπισμού», τονίζει ότι «παρέμεινε πιστός εις την Ανατολικήν Ορθόδοξον Εκκλησίαν». Και εξηγεί: « Είναι μεν αληθές ότι επιτίθεται πολλάκις δριμέως εναντίον και των εκκλησιαστικών λειτουργών της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας και της θρησκευτικής μοιρολατρίας, δεν είναι όμως τούτο επίθεσις κατά της Θρησκείας, αλλά ζητεί να απαλλάξη αυτήν των δεισιδαιμονιών και να αντικαταστήση τον ξηρόν και άγονον τυπικισμόν δια της θρησκευτικότητος της καρδίας, έχων υπόψη τους λόγους του Ι. Χριστού, ότι “το γράμμα – δηλ. ο ξηρός τυπικισμός – αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί”».
Τον εθνομάρτυρα Ρήγα Βελεστινλή οι Διαφωτιστές τον θεωρούν «δικό» τους… Ο Ρήγας πήρε στοιχεία από τη Δύση, αλλά δεν έγινε Δυτικός. Παρέμεινε Έλληνας και Ορθόδοξος Χριστιανός. Ενήργησε όπως πάντα οι Έλληνες, από των αρχαίων χρόνων έως το Βυζάντιο και την έκρηξη της επιστήμης και της τεχνολογίας κατά τους ΙΖ΄και ΙΗ΄αιώνες. Έτσι όπως συνέστησαν ο Απόστολος Παύλος και ο Μέγας Βασίλειος. Μαθαίνουν, αφομοιώνουν και εξελίσσουν. Η πατριωτική – απελευθερωτική δράση του Ρήγα ήταν επόμενο να προκαλέσει τις αντιδράσεις του Φαναρίου, του ευρισκομένου υπό την δαμόκλεια σπάθη του Σουλτάνου και του έχοντος την δική του άποψη περί της στάσεως του Γένους έναντι του Οθωμανού κατακτητού. Όμως αυτές οι φαναριώτικες αντιδράσεις, όπως με αξιοπρόσεκτη μελέτη του αποδεικνύει ο Δημ. Καραμπερόπουλος, «ουδόλως αποδεικνύουν ότι ο Ρήγας δεν ήταν Χριστιανός Ορθόδοξος». Αντίθετα ο κ. Καραμπερόπουλος αποδεικνύει ότι ο Ρήγας δεν ήταν τέκτων και ότι δεν ακολούθησε την υλιστική και φυσιοκρατική αντίληψη των αθέων της Γαλλλικής Επανάστασης. Ως ένα από τα χαρακτηριστικά των αντιλήψεων του Ρήγα ο συγγραφέας αναφέρει το γεγονός ότι στη Σημαία της Δημοκρατίας του χρησιμοποιεί εκτός από το ρόπαλο του Ηρακλή και τρεις Σταυρούς. Επίσης στον Θούριό του συχνά αναφέρεται στον Σταυρό και βάζει τους σκλαβωμένους να ορκισθούν στον Θεό. Στον «Ύμνο Πατριωτικό» ο Ρήγας χρησιμοποιεί και τον όρο «Ορθόδοξος Χριστιανός». Γράφει:
« Όποιος είναι καλός, κι ορθόδοξος χριστιανός, με τ’ άρματα στο χέρι, ας δράμει σα ξεφτέρι, το Γένος του να σώση με χαρά μπρε παιδιά».
Στα ανακριτικά σε βάρους Ρήγα έγγραφα σημειώνεται: «Ο Ρήγας ομολογεί ότι πάντοτε επεθύμει την απελευθέρωσιν της Ελλάδος από του τουρκικού ζυγού και δη ότι μετά τη σωτηρία της ψυχής του τούτο έχει ως πρώτον πόθον να ίδη εκδιωκόμενους τους Τούρκους από της Ελλάδος» . Επίσης στα ανακριτικά έγγραφα καταχωρίζονται μεταξύ των προσωπικών αντικειμένων του Ρήγα και «δώδεκα ελληνικά αντίτυπα της Καινής Διαθήκης».
Από το πλήθος των Ορθοδόξων Χριστιανών – κληρικών και λαϊκών – διδασκάλων του Γένους κρίνεται απαραίτητη η αναφορά σε τέσσερις αδικημένους σημαντικούς δασκάλους του Γένους, τους Νεόφυτο Δούκα, Δωρόθεο Βουλησμά, Γρηγόριο Κωνσταντά και Νεκτάριο Τέρπο..
Ο ιερομόναχος Νεόφυτος Δούκας (1760 – 1845) χαρακτηρίζεται από τον Παν. Δρακόπουλο «ασήμαντο μέγεθος ενώπιον του δασκάλου του Κοραή» και διερωτάται αν οι αρχαίοι συγγραφείς, όπως οι Παλαίφατος, Ηρωδιανός και Μάξιμος ο Τύριος, « είναι παιδευτικώς προτιμώτεροι από τον Γρηγόριο τον Θεολόγο ή τον Μάξιμο τον Ομολογητή; Σοβαρώς, το υπόδουλο Γένος είχε μεγαλύτερη ανάγκη τον Ευτρόπιο από όση – δεν λέω άλλον – την Κομνηνή;!». Το σχόλιο αδικεί τον Δούκα. Πράγματι δεν ασχολήθηκε με τους Πατέρες της Εκκλησίας και τους συγγραφείς της Βυζαντινής περιόδου. Έγραψε πάντως μιαν εξαιρετική ανέκδοτη μελέτη «Περί εκκλησιαστικής ευπρεπείας και τάξεως, παιδείας τε των ιερέων και αποσκορακίσεως των τυχόν κακώς υπ’ αμαθείας και δεισιδαιμονίας εν τη αγία του Χριστού Εκκλησία παρεισφρησάντων υπό της των εκάστοτε προϊσταμένων της Εκκλησίας κενοδοξίας, κατά τους χρόνους της τυραννίας». Στη διδακτορική διατριβή του Νεοφύτου Χαριλάου «Νεόφυτος Δούκας, ένας μεγάλος λόγιος του 18ου – 19ου αιώνα» (Φιλοσοφική Σχολή Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Τμήμα Φιλολογίας – Τομέας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής Φιλολογίας», Ιωάννινα, 1999), γράφονται τα εξής: «Ο Νεόφυτος Δούκας παρά το γεγονός ότι υπήρξε μια ιδιάζουσα και πληθωρική περίπτωση λογίου, με εκδοτικό και γενικότερα διαφωτιστικό έργο, ισάξιο του Κοραή, δεν μελετήθηκε ανάλογα, αλλά ούτε πήρε τη θέση, που του αρμόζει στα γράμματά μας».
Ο διακεκριμένος ιερωμένος δεν ασχολήθηκε μόνο με τον Μάξιμο τον Τύριο, ή τον Ηρωδιανό. Με τις δύσκολες συνθήκες γραφής (πένα, μελάνη, χαρτί) και τα πρωτόγονα αλλά δαπανηρά μέσα εκτύπωσης και βιβλιοδεσίας, τα όσα σχολίασε παρέγραψε και συνέγραψε είναι πάνω από εβδομήντα ογκώδεις τόμοι. «Ουδείς των λογίων δύναταί τις να παραβάλλη με τον Νεόφυτον, ως προς το άοκνον και φιλόπονον αυτού εις το γράφειν», γράφει ο Σάθας. Και προσθέτει: «Εδαπάνησεν εις έκδοσιν αυτών δραχμάς εκατόν πεντήκοντα εξ χιλιάδας, και τ’ αντίτυπα πάντα δωρεάν διένειμεν εις την ελευθέραν και δούλην Ελλάδα».
Ο ιερομόναχος Νεόφυτος Δούκας πέραν της Γραμματικής, των «Παιδαγωγικών Μαθημάτων», του «Εγχειριδίου ελληνικών διαλόγων «Ο Φοίνιξ» (Βιέννη, 1815), το σύγγραμμα του περί Λογικής, Φυσικής, Μεταφυσικής και Ρητορικής (Εν Αιγίνη, 1834), παρέφρασε, εξήγησε και διόρθωσε τους Θουκυδίδη (10 τόμοι, 1805 – 06), Αρριανό (1809), Όμηρο, Ευριπίδη και Σοφοκλή (Εν Αιγίνη, 1834 – 35), Αισχύλο και Θεόκριτο (Εν Αιγίνη, 1839). Επίσης σχολίασε και εξέδωσε, μεταξύ των άλλων, «Τους δέκα ρήτορες μετά Λεξικού» (10 τόμοι, Βιέννη, 1812-1813), τον Αισχίνη τον Σωκρατικό (Βιέννη, 1814), τον Πίνδαρο (Αθήναι, 1842) και το τρίτομο έργο με τα Άπαντα του Αριστοφάνη ( Αθήναι, 1845), που είναι και το τελευταίο έργο του.
Είναι εντυπωσιακό ένας κληρικός την εποχή εκείνη να ασχολείται και να εκδίδει τον τολμηρό στη γλώσσα, αλλά και έντιμο στη γραφή Αριστοφάνη. Ο Δούκας δεν δικαιολογεί τον Αριστοφάνη, που διακωμώδησε τους Σωκράτη και Ευριπίδη, «άνδρας αμφοτέρους αρίστους γεγενημένους, ων την αρετήν ουδ’ ο πας αιών εξαλείψειε..». Όμως προσθέτει ότι ο Αριστοφάνης ήταν θαρραλέος και αυστηρός στην κριτική του και χρησιμοποίησε το μαστίγιο της γραφίδας του «για τους στρατηγούς τους καταλάμποντας όπλοις και για τους δημαγωγούς τους βροντώντας από του βήματος…». Με την έκδοση του Αριστοφάνη ο Νεόφυτος Δούκας είχε την πεποίθηση ότι θα φρονηματίσει τους τότε – και τους σημερινούς και αυριανούς – πολιτικούς ηγέτες της Ελλάδος, προς τους οποίους απευθυνόμενος γράφει: «Ιού, ιού άνθρωποι αιμάτων και μεστοί δολιότητος, οι αθετούντες αλήθειαν και ψεύδος επιζητούντες, νυν λογίζεσθε εις οίων κακών βυθόν η πατρίς ημών εστίν εμπεπτωκυία;..ώ οία υμίν έσται η παρά των επιγιγνομένων κατάρα!».
Σε ένα πολύ ενδιαφέρον ογκώδες (608 σελίδων) πόνημα περί του ιερομονάχου Νεοφύτου Δούκα και του εκπαιδευτικού του έργου ο Αριστοφάνης Δ. Ζαμπακίδης σημειώνει μεταξύ των άλλων ότι το βιβλίο του «Φοίνιξ» προορίζεται για τα «Γυμνάσια», όπως ο ίδιος ο Δούκας αναφέρει στον πρόλογο του συγγράμματός του. Μεταξύ των άλλων προτείνει στο πρώτο εξάμηνο της τετάρτης (προτελευταίας) τάξεως να γίνεται εξάσκηση στην ελληνική γλώσσα και στο δεύτερο εξάμηνο, παράλληλα με τους αρχαίους συγγραφείς (Δημοσθένη, Αισχίνη, Λυσία, Ισοκράτη κ.α.) οι μαθητές να εξασκούνται «σε ευκατάληπτα κείμενα των πατέρων της Εκκλησίας (Γρηγορίου Θεολόγου,
Ιωάννου Χρυσοστόμου κ.λ.π.) για να διδαχθούν και την Ορθόδοξη Χριστιανική Κατήχηση».
Για τον Δωρόθεο Βουλησμά, φίλο του Αγίου Αθανασίου του Παρίου, υπάρχουν εσφαλμένες ή ανεπαρκείς πληροφορίες. Ο Πασχ. Κιτρομηλίδης γράφει: «Στις Κυδωνίες μετά από μακροχρόνιες διενέξεις με τους συντηρητικούς, ο (Βενιαμίν) Λέσβιος εξαναγκάσθηκε σε παραίτηση στα 1812, αφού είχε υποστεί επίμονες επιθέσεις υποκινημένες από τον ανώτερο αξιωματούχο του Πατριαρχείου Δωρόθεο Βουλησμά». Η Ρωξάνη Αργυροπούλου στη μελέτη της για τον Βενιαμίν τον Λέσβιο αναφέρει ότι ο Βουλησμάς ήταν ιεροκήρυκας στο Πατριαρχείο και ότι υποστηρικτές του Βενιαμίν και κατά του Βουλησμά ήσαν οι αδελφοί Αλέξανδρος, Δημήτριος και Παναγιώτης Μουρούζη, οι οποίοι πέτυχαν το Πατριαρχείο να εξαναγκάσει τον Βουλησμά σε «αργία του λόγου». Τελικά τον οδήγησαν να διακόψει τη σταδιοδρομία του στην Κωνσταντινούπολη και να παραιτηθεί από το αξίωμά του, τον Φεβρουάριο του 1804. Τόσο «ισχυρός» ήταν ο Βουλησμάς, που υποχρεώθηκε σε παραίτηση από την θέση του ιεροκήρυκα, παρά το ότι στο πλευρό του είχαν ταχθεί δύο ισχυρές φαναριώτικες προσωπικότητες, οι Κωνσταντίνος Υψηλάντης και Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος. Κατέχων τη θέση του ιεροκήρυκα ο Βουλησμάς δεν μπορεί να θεωρηθεί «ανώτερος αξιωματούχος» του Πατριαρχείου.
Τα θέματα της αντιπαράθεσης Βουλησμά και Βενιαμίν του Λεσβίου ήσαν καθαρά θεολογικά και ο Μανουήλ Γεδεών ρίχνει δίκιο στον Βουλησμά: «Ει δε τω 1812 Δωρόθεος ο της Μ. Εκκλησίας ιεροκήρυξ εν Κωνσταντινουπόλει διαμένων πολλά κετέλεγε του Βενιαμίν, ως αθεΐζοντος, είχε εν μέρει δίκαιον υπό την γενικωτέραν αυτής σημασίαν λαμβανομένης της λέξεως. Βεβαίως ο Βενιαμίν ουδέποτε ηρνήθη την ύπαρξινν του Θεού, αλλά τα υπ’ αυτού διδασκ’ο,ένα και τα τύποις ου μετά πολύ διαδοθέντα ουδείς αρνείται ότι πως όζουσι πανθεϊσμού».
Του π. Στεφάνου Δούγκα η διαμάχη με τον π. Δωρόθεο Βουλησμά, πέραν του θεολογικού, είχε και προσωπικό χαρακτήρα. Το 1818 ο Βουλησμάς βρέθηκε στο Ιάσιο, όπου ο Δούγκας κατείχε την έδρα της φιλοσοφίας στην Ακαδημία.
Ο Δούγκας φοβηθείς τον Βουλησμά άσκησε σε βάρος του κακόβουλη κριτική, υπήρξε απάντηση από τον Βουλησμά, το θέμα έφθασε στο Πατριαρχείο, όπου υπήρξε Συνοδική απόφαση, ότι ο Δούγκας γράφει μη ηθελημένα όσα θεωρήθηκαν απρεπή και του εκδόθηκε « Συνοδικός Λίβελλος μετανοίας», με τον οποίο το θέμα θεωρήθηκε λήξαν.
Στην αλληλογραφία Νικηφόρου Θεοτόκη – Δωροθέου Βουλησμά καταδεικνύεται ότι εκείνο που πρώτιστα ενδιέφερε τους δύο διδασκάλους του Γένους ήταν η μόρφωση, η διατήρηση της πολιτισμικής ταυτότητας των Ελλήνων και ο συνδυασμός της πολιτικής ελευθερίας, με την αναμόρφωση της Παιδείας και της Κοινωνίας. Ενδεικτικό της εκκλησιαστικής προσωπικότητας του π. Δωροθέου Βουλησμά είναι το πόνημά του για τον Νικηφόρο Βλεμμύδη, με τίτλο «Νικηφόρου μοναστού και πρεσβυτέρου του Βλεμμύδου Επιτομή Λογικής, ξυγγραφείσα Ιωάννη Δουκί τε και Βασιλεί τω Βατάτζη…εκδοθείσα μετά της Επιτόμου αυτού Φυσικής. Εφεξής δε ό τε Περί πίστεως και Περί αρετής και ασκήσεως, προηγουμένης τούτων της Καθολικωτέρας αυτού Επιστολής».
Για τον ιεροδιάκονο π. Γρηγόριο Κωνσταντά, μια από τις σπουδαιότερες μορφές του Ελληνικού Διαφωτισμού, η βιβλιογραφία που αναφέρεται στην εποχή του ελάχιστα τονίζει ότι υπήρξε και εκκλησιαστική προσωπικότητα, ότι είχε εκκλησιαστικό φρόνημα και ήθος. Όπως γράφει ο π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός, στα συμπεράσματα του βιβλίου του για τον Κωνσταντά, «η φράση του “έτζι ηθέλησαν οι Σκυλόφραγγοι”, μαρτυρεί την απογοήτευση του για το ότι ενώ θαύμασε και αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις να στρέψει τον τόπο του και το έθνος προς την ηθικοπρακτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού, οι τοποτηρητές της στο κοινωνικό επίπεδο φάνηκαν να ενδιαφέρονται μόνο για το εθνικό τους συμφέρον…Η πολιτική λοιπόν έκανε τον Κωνσταντά, αν όχι να αναθεωρήσει τις ιδέες του, τουλάχιστον να προσαρμοσθεί στην πραγματικότητα. Και η στροφή του και πάλι στην παράδοση μαρτυρεί την εσωτερική του ανάγκη από κάπου να κρατηθεί, να βρει νόημα εκείνο που θα στηρίξει τις ιδέες του, ώστε να μην ακυρωθούν. Μπορεί να μην έγινε Κολλυβάς ο Κωνσταντάς. Συνειδητοποίησε όμως ότι η εκκοσμίκευση πρέπει να έχει όρια».
Οι Πασχ. Κιτρομηλίδης και Κ.Θ. Δημαράς στα ογκώδη βιβλία τους περί του Ελληνικού Διαφωτισμού ουδόλως αναφέρονται στον ιερομόναχο Νεκτάριο Τέρπο. Δεν αναφέρονται σ’ αυτόν ούτε οι Μανουήλ Γεδεών και Χρ. Γιανναράς. Ο Νεκτάριος Τέρπος, όπως γράφει ο Κωνσταντίνος Γαρίτσης, « δεν κατέχει ούτε στην Εκκλησία, ούτε στην Ελληνική Γραμματεία των Νεοτέρων χρόνων τη θέση που θα έπρεπε. Ελάχιστες είναι οι αναφορές στο πρόσωπό του, παραμένοντας μέχρι και σήμερα άγνωστος και παραμελημένος». Ίσως επειδή είναι κληρικός, ίσως επειδή δεν ανήκει σε όσους γνώρισαν στη Δύση τις επιστήμες και την φιλοσοφία του 18ου αιώνα. Βεβαίως και ο Τέρπος γνώρισε τη Δύση. Μετέβη στη Βενετία το 1731, όπου εξέδωσε, το σημαντικού θεολογικού περιεχομένου βιβλίο του «Πίστις» και, πιθανότατα, το 1739, για την έκδοση του δεύτερου βιβλίου του «Ζητήματα διάφορα θεολογικά». Για την έκδοση του δευτέρου βιβλίου του και για τη χρονολογία του θανάτου του υπάρχουν διάφορες απόψεις.
Ο π. Νεκτάριος Τέρπος γεννηθείς στη Μοσχόπολη, πιθανόν το 1685, αποφάσισε να δράσει στην τουρκοκρατούμενη Βόρειο Ήπειρο και να συμβάλει στην τόνωση της χριστιανικής πίστης και στην αντίσταση/αναχαίτιση του ρεύματος προς εξωμοσία. Η προσωπικότητά του όσο και το έργο του παρουσιάζουν αντιστοιχίες και είναι εφάμιλλα με αυτά του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, του οποίου μάλιστα μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος και πνευματικός πατέρας. Ο πρόλογός του στο βιβλίο του «Πίστις» είναι ενδεικτικός της κατάστασης στην Βόρειο Ήπειρο και του τιτάνιου αγώνα του για την προστασία των Χριστιανών από τον εξισλαμισμό. Μεταξύ άλλων, γράφει:
«Το λοιπόν ετούτο το Βιβλιάριον, το επονομαζόμενον Πίστις, δεν το εσύνθεσα δια τους σοφούς και γραμματισμένους ανθρώπους, αλλά δια τους αγραμμάτους και χωρικούς, επειδή εις τούτα τα μέρη της Τουρκίας ευρισκόμενοι χριστιανοί, πολλοί επλανέθηκαν και πλανούνται από ολίγην ανάγκην και δόσιμον του χαρατζίου, και αρνούνται (φευ) τον Χριστόν και παραδίδονται εις τας χείρας του διαβόλου». Είναι ένα ερώτημα αν στον 18ο αιώνα και στους προηγούμενους του, ο αγώνας για τη διαφύλαξη της ταυτότητας και της ιδιοπροσωπίας του Γένους εντός της οθωμανικής αυτοκρατορίας δεν είχε τόση αξία, όση είχε η μεταφορά των γνώσεων της Δύσης στον Ελληνισμό από λογίους που ζούσαν ελεύθεροι…
Το μέγεθος των θεμάτων του Ευρωπαϊκού και του Ελληνικού Διαφωτισμού είναι τεράστιο. Ουδείς έως σήμερα μπόρεσε να καλύψει, με μερική έστω επιτυχία, το μέγα πλήθος τους. Τα περισσότερα που εγράφησαν από συγγραφείς, οι οποίοι έγραψαν με ιδεολογική αντιεκκλησιαστική μονομέρεια. Ειδικότερα επιχείρησαν να μεταφέρουν μιαν εικόνα της ιδεολογικής, πολιτικής, πολιτισμικής και θρησκευτικής κατάστασης της Δυτικής Ευρώπης κατά τον 18ο αιώνα στην καθ’ ημάς Ανατολή. Ανασύρθηκαν πρόσωπα από την αφάνεια, στην οποία αξιοκρατικώς ανήκαν, μεγαλοποιήθηκαν ανθρώπινες καταστάσεις ανταγωνισμών και διαβολών, «βατικανοποιήθηκε» το Φανάρι, παραβλέφθηκε η ιδιότητα του κληρικού από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του Ελληνικού Διαφωτισμού, αποσιωπήθηκε το πατριωτικό έργο του φωτισμού των Ελλήνων από τους εντός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εργαζόμενους με κίνδυνο της ζωής τους – πολλοί κατέστησαν μάρτυρες, όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός –, κρίθηκαν οι δάσκαλοι του Γένους όχι με βάση το έργο τους, αλλά σύμφωνα με το πόσο κοντά στην γαλλική επανάσταση ήσαν οι ιδέες τους… Έτσι προέκυψε μια «fake history», (ψευδής ιστορία) που εξυπηρετεί ιδεολογικές σκοπιμότητες.