Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος
πνευματικός πατέρας και ποιμενάρχης

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

Ιδιαίτερα δύσκολο έργο είναι η σύνταξη κειμένου για τον πολυτάλαντο και ιδιοφυή μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κυρό Χριστόδουλο. Η δυσκολία έγκειται ο γράφων να αναδείξει με αλήθεια και ακρίβεια την πολυσχιδή προσωπικότητά του και το πλουσιότατο και ιδιαίτερα καρποφόρο ποιμαντικό έργο του. Πολύ δυσκολότερο για τον υπογράφοντα είναι για δύο λόγους. Πρώτον γιατί παραμένω ψυχικά ιδιαίτερα φορτισμένος, για όσα πέρασε στην περίπου δεκαετή διακονία του, ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Πιστεύω πως στα 150 χρόνια Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, είναι ο Αρχιεπίσκοπος που δοκιμάσθηκε περισσότερο από κάθε άλλον. Δεύτερον, γιατί είμαι βέβαιος πως το κείμενο θα είναι πενιχρό σε αναφορά προς την προσωπικότητά Του και την προσφορά Του στην Εκκλησία και στο Έθνος. Αυτός είναι ο λόγος που έως σήμερα ουδέν έχω γράψει. Όμως τηρώντας υπακοή στη θέληση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δημητριάδος κ. Ιγνατίου και του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου π. Επιφανίου Οικονόμου δέχθηκα να μπω στη δοκιμασία.
Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος πολεμήθηκε μέχρι θανάτου γιατί ενοχλούσε, επειδή κήρυττε με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία το Λόγο του Θεού, τον ζωντανό και δραστικό, «τον τομώτερον υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον» (Εβρ. δ΄ 12) και το κήρυγμά του είχε βαθιά επιρροή και ευεργετική επίδραση στο λαό. Πολεμήθηκε ακόμη ανελέητα από όσους τον φθονούσαν, φθονούσαν τα πλούσια τάλαντα με τα οποία τον είχε προικίσει ο Θεός, και την μέχρις αυτοθυσίας προσφορά του στην Εκκλησία και στο Γένος. Όλοι τους προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τον φέρουν στα μέτρα τους, να τον προσαρμόσουν στον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς τους. Όσο διατηρούσε την αυτονομία στη σκέψη του και την παρρησία στη γνώμη του, όσο πάλευε για μια Εκκλησία ζώσα και παρούσα στην κοινωνία, τόσο και οι επιθέσεις γίνονταν πιο λυσσαλέες. Πίκρες του προσέφεραν και πολλοί, τους οποίους ευεργέτησε. Λίγοι από αυτούς ήσαν και έμειναν ευγνώμονες.
Ο σε βάρος Του πόλεμος ήταν συστηματικός, καθημερινός, χωρίς καμία ανάπαυλα, χωρίς οποιαδήποτε ύφεση. Τα μέσα πολλά και ποικίλα, κυρίως σε ασύμβατες μορφές ψυχολογικού πολέμου, με συνεχή κτυπήματα κάτω από τη μέση. Τελικά ήρθε η κοίμησή Του και ήρθε η σιγή, η ηρεμία. Όλα δείχνουν τακτοποιημένα…
Η αντικειμενική Ιστορία ασφαλώς θα γράψει πως ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ήταν προικισμένος από τον Θεό με πολλά τάλαντα. Πανθομολογουμένως ήταν ιδιοφυΐα. Όλα αυτά τα τάλαντα τα προσέφερε στον Θεό και οι Χριστιανοί αισθάνονταν κατά Χριστόν υπερήφανοι, όταν, ως Αρχιεπίσκοπο, τον έβλεπαν να υπερτερεί σε προσωπικότητα και σε γνώση των κοσμικών συνομιλητών του. Νεώτατος εκάρη μοναχός στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων και ουδέν άλλο σκεπτόταν τότε, πλην της ασκήσεως, της προσευχής και της ιεραποστολής. Όμως κι αν ο ίδιος ήθελε έτσι να ζήσει και να σιωπήσει για τα τάλαντά του « οι λίθοι κραύγασαν» (Λουκ. ιθ΄ 40). Ήδη το 1962, στη Μονή Βαρλαάμ εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο. Επρόκειτο για μεταφορά στα γαλλικά του βιβλίου του αείμνηστου Μητροπολίτου Τρίκκης κυρού Διονυσίου «Προσκυνητάριο του Μοναστηρίου Βαρλαάμ Μετεώρων».
Μέσα στη δεκαετία του 1960 χειροτονήθηκε στην Αθήνα αρχιμανδρίτης και τότε εκδόθηκαν τα βιβλία του:
«Μορφές του Πάθους». ένα γεμάτο πνευματικότητα και ευαισθησία κείμενο για το Πάθος του Κυρίου, που παρουσιάζει τις μορφές όσων Τον ακολούθησαν στην άνοδο Του προς τον Γολγοθά και όσων παραβρέθηκαν στη Σταύρωσή Του. Ήταν από τις εκδόσεις της Αδελφότητας «Χρυσοπηγή».
«Μια θεοστυγής συμπαιγνία: Η δίκη του Ιησού και αι κατ’ αυτήν δικονομικαί παραβάσεις». Πρόκειται για μια αξιόλογη νομική μελέτη περί της δίκης του Κυρίου. Όπως είναι γνωστό ο μακαριστός και για να μη στενοχωρήσει τον πατέρα του, Κωνσταντίνο Παρασκευαΐδη πρώτα τέλειωσε αριστούχος τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ύστερα, επίσης αριστούχος, τη Θεολογική του ιδίου Πανεπιστημίου.
Σημειώνεται ότι εναίσιμος ήταν η διδακτορική διατριβή του, στη Θεολογική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το 1981, με θέμα «Ιστορική και κανονική θεώρησις του παλαιοημερολογιτικού ζητήματος κατά τε την γένεσιν και την εξέλιξιν αυτού εν Ελλάδι». Η διατριβή Του αποτελεί κλασικό κείμενο και τη μόνη στη βιβλιογραφία εμπεριστατωμένη επιστημονική μελέτη για το θέμα των παλαιοημερολογιτών. Για να την γράψει αφιέρωσε πολλές ώρες εκτός εργασίας στα Αρχεία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ενέκυψε στην Ιστορία, στη Θεολογία, στη Νομική, στην πολιτειολογία,στη Νομολογία και στο Δίκαιο της Εκκλησίας. Ανεδίφησε επίσης περιοδικά και εφημερίδες, τευχίδια και συγγράμματα, μονογραφίες και μελετήματα, φυλλάδια και αρθρίδια και ό, τι άλλο συγκέντρωσε από την ενδελεχή και πολυετή έρευνά του.
«Είναι οι ψάλται κληρικοί;». Μια αξιόλογη νομοκανονική μελέτη, που και αυτή είναι πλέον κλασσική.
Σημαντικότατη εργασία του στη δεκαετία του 1960 ήταν η πολύ πετυχημένη μετάφραση από τα γαλλικά του συγκλονιστικού βιβλίου του Νικήτα Στρούβε, καθηγητού στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων, «Οι Χριστιανοί εις την Σοβιετικήν Ένωσιν». Τότε στο πνευματικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα της Ελλάδος επικρατούσε η αθεϊστική κομμουνιστική ιδεολογία και είχε επιβληθεί μια σιωπή στα όσα υπέφεραν στο «σιδηρούν παραπέτασμα» οι κληρικοί και γενικά οι Χριστιανοί, αλλά και οι διανοούμενοι, οι συγγραφείς και συνολικά οι διαφωνούντες προς το κομμουνιστικό καθεστώς. Η φιλοσοβιετική προπαγάνδα παρουσίαζε ως «παράδεισο» τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού και ως «κόλαση» την Ελλάδα και τις άλλες δυτικές χώρες. Ντοκουμέντα, όπως αυτά που παρουσίασε ο Νικήτας Στρούβε στο βιβλίο του, ήταν ένα άνοιγμα στην Αλήθεια και μια αποκάλυψη της τραγικής πραγματικότητας στις κομμουνιστικές χώρες. Ήταν ένα τόλμημα με ρίσκο του νεαρού τότε αρχιμανδρίτη να το μεταφράσει και της «Χρυσοπηγής» να το εκδώσει.
Πολλοί είναι εκείνοι που ανατρέχουν στα παλαιά κείμενα του μακαριστού Αρχιεπισκόπου και διαπιστώνουν ότι πρόβλεψε σωστά και με ακρίβεια πολλά από όσα συμβαίνουν. Στον πρόλογο, που έγραψε το 1967, στην ελληνική έκδοση του βιβλίου του Στρούβε, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος εκφράζει την ελπίδα του ότι σύντομα τον Γολγοθά της Ρωσικής Ορθοδοξίας θα διαδεχθεί η Ανάστασή Της. Γράφει:
«Η μετάφρασις του έργου αυτού, που έγινε εκ του γαλλικού πρωτοτύπου, δεν έχει μόνον πληροφοριακόν χαρακτήρα. Θητεύει και εις ένα άλλον, υψηλότερον σκοπόν: θέλει, παρουσιάζοντας εις τα μάτια του ελληνικού λαού την σημερινήν πραγματικότητα γύρω από την υπόθεσιν της θρησκείας εις την Ε.Σ.Σ.Δ, να θεωρηθή ως προσφορά ευλαβικού θυμιάματος εις τας αγίας ψυχάς των νεομαρτύρων της ρωσσικής Εκκλησίας. Και ακόμη να σημάνη μίαν εκστρατείαν προσευχής, πραγματικής πολιορκίας του ουρανού, προς χάριν της αγωνιζομένης και σήμερον παρατάξεως αυτής του Κυρίου.
Η ρωσσική Ορθοδοξία σήμερον ακόμη αγωνιά. Ζη την Τεσσαρακοστήν της. Βαδίζει τον Γολγοθάν της ατενίζουσα εις τον Σταυρόν. Ας ελπίσωμεν ότι την Σταύρωσίν της συντόμως θα διαδεχθή η Ανάστασις, την καταισχύνην η δόξα, την εξουθένωσιν η τιμή, τον θάνατον η ζωή. Και, ως μέλη του σώματος του Χριστού, ας προσευχηθώμεν προς τούτο. Και ας υψώσωμεν τα χείρας ικέτιδας, προς τον μόνον δυνάμενον σώσαι, «τον αρχηγόν της Πίστεως ημών και τελειωτήν ΙΗΣΟΥΝ».
Με το βιβλίο αυτό γίνεται για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό γνωστός ο Άγιος Λουκάς, ο ιατρός, Αρχιεπίσκοπος Συμφεροπόλεως και Κριμαίας. Από τότε τον γνώριζε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος και δέχθηκε με συγκίνηση στο Αρεταίειο, κατά τη διάρκεια της εκεί νοσηλείας του, και προσκύνησε μέρος των Ιερών Λειψάνων του μεγάλου σύγχρονου ρώσου Αγίου.
Στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου Παλαιού Φαλήρου, όπου περί τα μέσα της δεκαετίας του 1960 διορίστηκε προϊστάμενος, επιτέλεσε σημαντικότατο ποιμαντικό έργο. Στον ευαγγελισμό της νεολαίας του Παλαιού Φαλήρου συνεργαζόταν με τον τότε διευθυντή της εκεί νεανικής προσπάθειας υπό τον θεολόγο Γεώργιο Καψάνη, τον μακαριστό γέροντα Γεώργιο, για χρόνια πολλά ηγούμενο και πνευματικό της Μονής Γρηγορίου Αγίου Όρους. Στην «Παναγίτσα», – έτσι λένε τον μεγαλοπρεπή ναό οι κάτοικοι της περιοχής, ενθυμούμενοι το πώς ήταν όταν ιδρύθηκε η ενορία-, ο Αρχιεπίσκοπος δημιούργησε και το πρώτο νεανικό ενοριακό περιοδικό, που το ονόμασε «Σάλπιγξ». Ήταν η ευκαιρία να κινητοποιήσει στη σύνταξή του νέους ανθρώπους, φοιτητές και επιστήμονες, να αξιοποιήσει τη ζέση τους για τον Χριστό και ορισμένους να τους ωθήσει και να τους βοηθήσει να αποκτήσουν «δημοσιογραφική αντίληψη», συνδυαζόμενη με χριστιανικό ήθος και θάρρος, κατά την παράδοση των Ομολογητών της Πίστεως.
Από νεαρός κληρικός ο Αρχιεπίσκοπος διέθετε σε εξαιρετικό βαθμό το προτέρημα της επικοινωνίας και διακατεχόταν από τη ζωηρή επιθυμία να διαλέγεται με τους συνανθρώπους του κάθε ηλικίας, κάθε γραμματικής γνώσης και κάθε επαγγέλματος. Διακήρυττε παντού και πάντοτε ότι η Εκκλησία αγκαλιάζει και αγιάζει όλους, χωρίς να εξετάζει ταυτότητες…
Από τη δεκαετία του 1960 είχε αναπτύξει πνευματική σχέση με τον Κώστα Τσιρόπουλο, δημιουργό, υπεύθυνο και ψυχή της «Ευθύνης», τότε «φυλλαδίου νεοελληνικού προβληματισμού» και αργότερα «περιοδικού ελευθερίας και γλώσσας» και έγραφε συχνά σ΄ αυτό. Έγραφε και στο «Χριστιανικό Συμπόσιο», ετήσια έκδοση χριστιανικού στοχασμού και τέχνης, του οποίου τη διεύθυνση και την επιμέλεια είχε ο Κώστας Τσιρόπουλος. Στον τόμο του 1971 ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος απέδωσε στα ελληνικά τον «Δεκάλογο της κατά Χριστόν Νομοθεσίας» του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά. Η συνεργασία του με την «Ευθύνη» και τον Κ. Τσιρόπουλο κράτησε πολλά χρόνια. Σημειώνεται ότι συνεργάτες της «Ευθύνης» ήσαν, μεταξύ των άλλων, οι Παν. Κανελλόπουλος, Κων. Τσάτσος, Μιχ. Στασινόπουλος, Τ.Κ. Παπατσώνης, Β.Ν. Τατάκης, Ζωή Καρέλλη, Βασ. Μουστάκης, και Ν.Γ. Πεντζίκης.
Στα 1971 και με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 150 χρόνια από την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης η Εκκλησία της Ελλάδος, εξέδωσε αξιόλογες μελέτες. Μεταξύ τους ήταν και αυτή του τότε Αρχιμανδρίτη και Γραμματέως της Ι. Συνόδου Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη, με τίτλο «Μελέτιος Πηγάς». Πρόκειται για αξιόλογη εργασία, που συνοπτικά και με τρόπο εύληπτο στο ευρύ αναγνωστικό κοινό προβάλλει την επί τουρκοκρατίας σημαντική εκκλησιαστική και εθνική προσωπικότητα, του Πατριάρχου Μελετίου Πηγά.
Στην εισαγωγή του βιβλίου ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος εκφράζει σκέψεις, οι οποίες κυριαρχούν σταθερά και αταλάντευτα σε όλη του τη ζωή. Γράφει, μεταξύ των άλλων:
« Οι σύγχρονοι Έλληνες ανάγκη να διδασκώμεθα από τα παραδείγματα τοιούτων προγόνων. Κληρικοί και λαϊκοί, απαξάπαντες όσοι οικούμεν τον ευλογημένον τούτον τόπον, τον αιματοβαφή και δαφνόσπαρτον, εγκύπτοντες εις μελέτην των κατά τους μεγάλους του Γένους Αγώνας ανδρών, απροσμέτρητον αρυόμεθα ωφέλειαν και απεριόριστον αντλούμεν δύναμιν. Διότι οι αιώνες αντιγράφουν αλλήλους κατά τινα προσφυά έκφρασιν. Και το παρελθόν γίνεται οδηγός δια το μέλλον. Ευτυχείς οι λαοί οι δυνάμενοι εκ της πλουσίας φαρέτρας της ιστορικής των πείρας να λαμβάνουν εκάστοτε τα προσήκοντα μέτρα συγκρίσεως ή την μέθοδον του ιστορικώς ζην και δημιουργείν. Ευτυχέστεροι πάντων όμως ημείς οι Έλληνες, διαθέτοντες παρακαταθήκην ιεράς κληρονομίας πατέρων επιφανών, οίτινες εδωροφόρησαν εις την ανθρωπότητα όλην <οδούς εις σωτηρίαν>. Αρκεί να συνειδητοποιώμεν συνεχώς τα εξ αυτής απορρέοντα διδάγματα και να αξιοποιώμεν επ’ αγαθώ τας θυσίας των πατέρων μας».
Την ίδια χρονιά, το 1971, δημοσιεύεται στο περιοδικό «Θεολογία» η εμπεριστατωμένη μελέτη του «Η συμβολή των μετά την άλωσιν μονών και μοναχών εις την Εθνικήν Παλιγγενεσίαν». Μεταξύ άλλων σημειώνει:
« Η Επανάστασις του 1821 δεν ήτο μια πολιτική ενέργεια υπαγορευθείσα έξωθεν ή υποβοηθηθείσα υπό δυνάμεων ξένων προς τον αυτόχθονα ελληνισμόν. Ήτο μία εθνική εξέγερσις εδραζομένη επί ακαταλύτου θεμελίου, ήτοι επί την κατάκτησιν της εν Χριστώ ελευθερίας υπέρ ενός λαού τετιμημένου και δαφνοστεφούς δια μέσου των αιώνων… Ιδού λοιπόν ποίος υπήρξεν ο χαρακτήρ της ελληνικής Επαναστάσεως και ποία η έννοια του εθνικού αγώνος, εις την διεξαγωγήν του οποίου όλαις δυνάμεσιν έλαβε μέρος ο ορθόδοξος μοναχισμός. Το αίμα των μαρτύρων εκείνων εχύθη δια την υπεράσπισιν του Θεανθρωπίνου σώματος της Εκκλησίας, δια την καταξίωσιν της θείας εικόνος εν τω ανθρώπω, δια τα υπέροχα και θεόσδοτα ιδεώδη της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, εν ονόματι των οποίων όχι μόνον ζουν αλλά και αποθνήσκουν οι άξιοι του ονόματός των και της εν τη Ιστορία θέσεως των λαοί».
Ως Μητροπολίτης Δημητριάδος ο Αρχιεπίσκοπος ήταν κοντά στο λαό. Έχοντας ισχυρότατη μνήμη θυμόταν με τα μικρά τους ονόματα χιλιάδες φιλακόλουθων πιστών. Εφαρμόζοντας την εντολή του Θεανθρώπου δεν περίμενε τους ανθρώπους να πάνε στη Μητρόπολη ή στο Ναό, αλλά πήγαινε ο ίδιος σ’ αυτούς, ιδιαίτερα στους νέους. Πήγαινε, μαζί με νέους στην ηλικία κληρικούς του και τους εύρισκε στις καφετέριες και στα μπαρ του Βόλου. Και δεν έμενε εκεί. Καθιέρωσε τις ετήσιες συνάξεις ιατρών, νομικών, δικαστικών, θεολόγων, εκπαιδευτικών, και άλλων επιστημόνων με την ευκαιρία του εορτασμού του προστάτου των Αγίου και τους μιλούσε με επίκαιρα και σημαντικά θέματα. Γνωρίζοντας άριστα τα γαλλικά πληροφορείτο καθημερινά από τα διεθνή πρακτορεία τα όσα συνέβαιναν παγκοσμίως, κυρίως στα ζητήματα της Βιοηθικής, και με την ιδιοφυία του πρόβλεψε σωστά ότι αυτά θα έρθουν στην Ελλάδα, κάτι που συμβαίνει… Μετά από τριάντα χρόνια…
Θυμίζω:
Το 1985 πρόβλεψε και σχολίασε αρνητικά τη μέθοδο της «φέρουσας», ή «υποκαθιστώσας» μητέρας. Μιλώντας τότε στους ιατρούς, φαρμακοποιούς και νοσοκόμους του Νομού Μαγνησίας έθεσε θέματα της γενετικής τεχνολογίας άγνωστα στους περισσότερους. Και αφού εξέθεσε τα νομικά, ψυχολογικά και κυρίως ηθικά προβλήματα, που προκύπτουν από την εφαρμογή της συγκεκριμένης μεθόδου κατέληξε με την έκκληση όλοι να βοηθήσουν ο άνθρωπος να μην εκτροχιασθεί και να μάθει να αντιμετωπίζει τα προβλήματά του με περισσότερη πίστη στον κυβερνήτη της ζωής του και λιγότερη στις ανθρώπινες επινοήσεις του, που δεν αποβλέπουν πάντα προς το συμφέρον του. Στα 1988 μίλησε πάλι στους γιατρούς και τους άλλους υγειονομικούς του Νομού Μαγνησίας με παρεμφερές, όσο και πρωτότυπο για την εποχή θέμα: «Τεχνητή γονιμοποίηση και χριστιανική ηθική». Άλλα θέματα Βιοηθικής, που σήμερα είναι επίκαιρα έθεσε και στη δεκαετία του 1990: «Έρευνες και πειράματα επί του εμβρύου – Η ευρωπαϊκή πρακτική και μια Ορθόδοξη θέση» (1990), «Το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο» (1994), «Κλωνοποίηση και D.N.A στην υπηρεσία της ζωής ή του ολέθρου;» (1995), «Ευγονική: Ηθικοί προβληματισμοί και προοπτικές» (1997).
Διείδε επίσης την απειλή από τη μετανεωτερικότητα και την παγκοσμιοποίηση. Μιλώντας στους φοιτητές της Μαγνησίας το 1998, πριν εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος, τους επισήμανε πως « η μετανεωτερικότητα στηρίζεται στο τέλος των πάντων και αυτού του ανθρώπου». Και πρώτος στην ίδια ομιλία εισάγει τον όρο «βησσαριωνισμός». Είπε:
«Μπρος σε αυτή τη νέα πραγματικότητα, στην παγκοσμιοποίηση και στη μετα-νεωτερικότητα, η Ελλάς καλείται να λάβει θέση. Το ζητούμενο βέβαια δεν μπορεί να είναι ο βησσαριωνισμός, δηλαδή η ένταξη και αφομοίωσή μας από τη Δύση. Αυτό ενώ θα μας εξοντώσει, δεν πρόκειται σε τίποτε να ωφελήσει τη Δύση. Αυτό που καλούμεθα να κάνουμε είναι να μείνουμε αυτό που είμαστε, δηλαδή Έλληνες και Ορθόδοξοι. Κι αυτό συμφέρει όχι μόνο στη Δύση αλλά και σε μας. Είναι προϋπόθεση της επιβίωσης, της επιβίωσης μας… Η ελληνική Πολιτεία τραγικά ανυποψίαστη για όσα τεκταίνονται και σήμερα σε βάρος του Ανθρώπου στη Δύση, ασχολείται μονόπλευρα με την ανόρθωση της οικονομίας και μόνο, στην οποία στηρίζει αποκλειστικά την ελπίδα για επιβίωση του έθνους. Αγνοώντας προφανώς ότι δεν είναι μόνο τα οικονομικά μεγέθη εκείνα που εξασφαλίζουν στους λαούς την ουσιαστική ακμαιότητα και την ιστορική διάρκεια».
Την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση την έβλεπε ευκαιρία προσφοράς των Ελλήνων στον ευρωπαϊκό πολιτισμό και όχι ψυχικής αλλοτρίωσής τους. Επί της Αρχεπισκοπίας του διοργανώθηκε, τον Μάϊο του 2003, από την Εκκλησία της Ελλάδος Πανευρωπαϊκό Συνέδριο, με τίτλο «Αρχές και αξίες για την οικοδόμηση της Ευρώπης». Σ΄ αυτό έλαβαν μέρος διεθνούς φήμης ευρωπαϊκές εκκλησιαστικές, πολιτικές, επιστημονικές και πνευματικές προσωπικότητες. Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος στο κλείσιμο του Συνεδρίου τόνισε, μεταξύ των άλλων:
« Στην Ευρώπη έχουμε έργο να κάνουμε. Πληθαίνει γύρω μας η απανθρωπιά, ο κυνισμός, η αντικατάσταση της δικαιοσύνης από την ωμή ισχύ. Ενισχύονται οι δυνάμεις που θέλουν να κάνουν την ανθρωπότητα ένα γκρίζο πολτό, ικανό μόνο να παράγει και να καταναλώνει, με ένα ενδιάμεσο διάλειμμα διασκέδασης που σε αφήνει άδειο σακί. Προχωράνε τα δρεπανηφόρα άρματα που θέλουν να κόψουν την παιδεία και να αφήσουν ανεμπόδιστη την αλλοτρίωση και την ψυχική συντριβή. Προχωράνε όλα αυτά, στο όνομα της επιδίωξης μεγαλύτερου κέρδους. Έχει σίγουρα πολλή δουλειά να κάνει ο πολιτισμός μας. Όχι για περισσότερο κέρδος, αλλά για το σεβασμό του ανθρώπου. Για την αξιοπρέπεια του. Και είναι σ’ αυτόν τον αγώνα δίπλα του και πάλι, και πάντα, αταλάντευτη η Εκκλησία».
Στα κοινωνικά ζητήματα επισήμανε εγκαίρως, από το 1985 (!!!), το πρόβλημα του ρατσισμού, μιλώντας τότε στους νομικούς της Μαγνησίας με το θέμα «Ρατσισμός: Λεηλασία της ανθρώπινης ψυχής». Πρόβλεψε επίσης από το 1991 τη συμπεριφορά των ισλαμιστών. Μιλώντας πάλι στους νομικούς της Μαγνησίας τόνισε, μεταξύ των άλλων:
« Ο πολιτισμένος κόσμος δεν μπορεί να ανέχεται επί πολύ ακόμη τις βάναυσες παραβιάσεις των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τους ισλαμιστές. Και η Ελλάδα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου της Ευρώπης προς την ισλαμική Ανατολή έχει κάθε λόγο να προετοιμάζεται για να αμυνθεί η ίδια ή και για να προστατεύσει τα παιδιά της, που αφού έζησαν επί χρόνια σε μουσουλμανικές χώρες είδαν ξαφνικά τα πάντα να υποχωρούν κάτω από τα πόδια τους και τα δικαιώματά τους να φυλλοροούν και να αμφισβητούνται….»
Τα θέματα που χειρίστηκε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σε ομιλίες, άρθρα, μελέτες και κηρύγματα μπορούν να καταταγούν στις ενότητες «Εκκλησία και Ελληνισμός», «Κοινωνία», «Εκκλησιολογικά», «Εκκλησιαστικά», «Απολογητικά», και «Θεολογικά». Τα άρθρα, οι ομιλίες και οι μελέτες του ξεπερνούν τις 300 μέχρι της εκλογής του στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο και είναι άλλες τόσες επί της αρχιεπισκοπίας του.
Ως Μητροπολίτης Δημητριάδος και με το ιεραποστολικό πνεύμα που τον διακατείχε ίδρυσε και ήταν η ψυχή της εφημερίδας της Μητροπόλεως «Πληροφόρηση», του ραδιοφωνικού σταθμού «Ορθόδοξη Μαρτυρία» και της διαδικτυακής ιστοσελίδας. Η «Πληροφόρηση» ήταν εφημερίδα πρωτοποριακή στον Ορθόδοξο εκκλησιαστικό χώρο. Ήταν ένα εκλεκτό μίγμα εκκλησιαστικών και αντιαιρετικών άρθρων, ειδήσεων, παρεμβάσεων, σχολίων και κηρύγματος. Ο ραδιοσταθμός ζωντανός, με την αξιοποίηση του ενθουσιασμού των ταλαντούχων νέων ανθρώπων. Ο ιεραποστολικό ζήλος του είχε πάντοτε τον σκοπό που υποδεικνύει ο Απόστολος Παύλος, «να γίνει για τους πάντες τα πάντα, έτσι ώστε με κάθε τρόπο να κερδίσει και σώσει μερικούς». (Κορ. Α΄ θ΄ 22). Ιδιαίτερη η μέριμνά του στη νεολαία, την οποία κάλεσε να προσέλθει στην Εκκλησία «όπως είναι», κάτι που θεωρήθηκε «επαναστατικό» από ορισμένους Αρχιερείς. Κατά την επίσημη ημέρα της ενθρονίσεως του στον Αρχιεπισκοπικό θρόνο των Αθηνών απευθύνθηκε ιδιαιτέρως στους Νέους της Πατρίδας μας, και τους είπε:
«Παιδιά μου, χρυσά της Ελλάδος παιδιά. Είσθε το καμάρι του Γένους, η δαφνοστεφανωμένη απαντοχή μας. Όμως σας πονέσαμε με την υποκρισία μας και ευτελίσαμε μέσα σας την έννοια του χρέους. Σας χρεώνουμε τις παρεκτροπές σας, ενώ είμαστε οι ηθικοί αυτουργοί των. Σας στερήσαμε την αγάπη, σας αφήσαμε έρμαιους στα κύματα του κατακλυσμού της Βαβυλώνας. Σας αναγκάσαμε να ζείτε σε ένα κόσμο απάνθρωπο, ανηλεή και ανοικτίρμονα… Σας αφαιρέσαμε την πίστη και την ελπίδα. Γκρεμίσαμε από μέσα σας κάθε ιδανικό. Κι όμως λέμε ότι σας αγαπάμε. Σεις, με την οξύνοιά σας καταλάβατε την ασυνέπειά μας. Και μας εγκαταλείψατε. Δεν μας εμπιστεύεσθε πια, δεν θέλετε να ζήσετε στον κόσμο που εμείς σας ετοιμάσαμε. Και στραφήκατε στην αναζήτηση της χίμαιρας μέσα από τα ναρκωτικά, στην επιβεβαίωσή σας μέσα από την βία… Όμως υπάρχει ένας χώρος που δεν θα σας προδώσει ποτέ. Είναι ο χώρος της Εκκλησίας. Ελάτε σ’ αυτόν, ελάτε στην πίστη, ελάτε στο Χριστό. Θα βρείτε ό, τι έχετε χρόνια τώρα στερηθεί. Και μαζί την αληθινή ελευθερία, την αληθινή δικαιοσύνη, την αληθινή αλήθεια».
Η άσβεστη φλόγα του να καταθέσει την Ορθόδοξη μαρτυρία του στον κάθε άνθρωπο, τον έκανε να εργάζεται εντατικά και να αποστέλλει άρθρα του, που δημοσιεύονταν σε πανελλαδικής κυκλοφορίας εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και άλλων πόλεων της Ελλάδος. Ήθελε ο λόγος του Θεού να σπέρνεται και σε έντυπα εκτός των εκκλησιαστικών, για να διαβάζονται και από αυτούς που δεν ήσαν κοντά στην Εκκλησία. Στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» των Αθηνών ήταν τακτικός αρθρογράφος. Του το ζήτησε ο ιδιοκτήτης και εκδότης της εφημερίδας, αείμνηστος Άρης Βουδούρης, που είχε γεννηθεί στη Σιάτιστα και είχε εθνικές και εκκλησιαστικές ευαισθησίες. Είχε γνωρίσει τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, είχε εντυπωσιαστεί από την προσωπικότητά του, τον είχε εκτιμήσει και τον είχε παρακαλέσει να αρθρογραφεί στην εφημερίδα, πρόσκληση, την οποία δέχθηκε ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος. Η εκτίμηση που ο Άρης Βουδούρης έτρεφε προς το πρόσωπο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου φάνηκε και από τη διαθήκη του, με την οποία τον είχε περιλάβει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος «Λίλιαν Βουδούρη». Στο Ίδρυμα είχε κληροδοτήσει την εφημερίδα και όλη την προσωπική του περιουσία. Παράλληλα και άλλες εφημερίδες και περιοδικά του είχαν ζητήσει να αρθρογραφεί, και εκείνος δεν έλεγε ποτέ όχι.
Άρθρα του φιλοξενήθηκαν επίσης στην εφημερίδα το «Βήμα». Σε ένα από αυτά, στις 22 Νοεμβρίου 1992, προβλέπει τον εφησυχασμό της Ευρώπης στην έκρηξη του ισλαμισμού. Γράφει, μεταξύ των άλλων:
«Χωρίς υπερβολή θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι έναντι της εφησυχαζούσης Δύσεως, που επαναπαύεται στις απολαύσεις των εφήμερων ηδονών του τεχνολογικού της πολιτισμού, ο μωαμεθανισμός επιτίθεται σε όλα τα μέτωπα, και ιδίως στα Βαλκάνια. Σαν ένα μεγάλο ηφαίστειο μοιάζει σήμερα ο ισλαμικός κόσμος, που έχει τη νοοτροπία των προλεταρίων του αιώνα μας. Με την ανατροπή των πάντων θα επιχειρήσει την εγκαθίδρυση της ηγεμονίας του και θα ξαφνιάσει τον κόσμο. Ο ισλαμικός ολοκληρωτισμός δεν είναι δυνατόν να αναχαιτισθεί από τις σώφρονες φωνές των γνήσιων πιστών του Μωάμεθ, που άλλωστε κινδυνεύουν να γίνουν «αποσυνάγωγοι» εάν επιμένουν να διακηρύσσουν την ανάγκη συνεργασίας και ειρηνικής συμβίωσης των λαών».
Μερικές ημέρες αργότερα, την ημέρα των Χριστουγέννων του 1992, πάλι στο «Βήμα» κάνει την αυτοκριτική του για τους Έλληνες, αυτοκριτική που έγινε επίκαιρη με την κρίση που περνάμε:
«Εμείς οι Έλληνες γίναμε ιδιοτελείς ομφαλοσκόποι και διαλέγουμε τους <ταγούς> μας <κατ’ εικόνα και ομοίωσίν μας>, γιατί τέτοιοι μας βολεύουν… Έχουμε πάρει λάθος δρόμο. Ονειρευόμαστε την Αυλή του Αρταξέρξη στα Σούσα, όπου μας περιμένει η χλιδή, η ηδονή και η απόλαυση! Και αυτό γιατί <εγίναμεν σάρκες>. Το πνεύμα δεν μας συγκινεί διόλου, το αποκρούομε και το περιφρονούμε. Ονομάζουμε <ανθρώπους πνευματικούς> εκείνους που καλλιεργούν τον νου και τη σκέψη. Και μας διαφεύγει ότι αληθινά πνευματικός είναι εκείνος που αφήνει την ψυχή του να πληρούται από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος και από τους καρπούς Του…. Αρχίσαμε λοιπόν το γκρέμισμα των αξιών που μας κληροδότησε η παράδοσή μας η ελληνορθόδοξη… Η τελική κατάληξη της ολισθηράς μας πορείας είναι τώρα η κρίση ταυτότητας που μας μαστίζει από καιρό. Είμαστε ένας λαός που μοιάζει να μην έχει ούτε ιστορία, ούτε παρελθόν, ούτε μέλλον. Και βεβαίως χωρίς ρόλους, χωρίς επιρροή και χωρίς δύναμη…». Σημαντικά άρθρα έγραψε και στα περιοδικά «Οικονομικός Ταχυδρόμος» και στην «Εποπτεία».
Ως Αρχιεπίσκοπος μπόρεσε από πιο υπεύθυνη εκκλησιαστική θέση να κηρύξει το λόγο του Θεού. Παρά τα σοβαρά εμπόδια που βρήκε και τα οποία εξετέθησαν εν συντομία στην αρχή του παρόντος, ανέπτυξε τεράστια δραστηριότητα. Εκκλησιαστικά, μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια είχε επισκεφθεί και τις 142 ενορίες της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, προώθησε τη δημιουργία σε όλες πνευματικού κέντρου, επεξέτεινε σε όλες και ενίσχυσε τη δημιουργία συσσιτίων για απόρους και μετανάστες και προσωπικά βοήθησε στην καταλλαγή, με επίσκεψή του στους Κούρδους και άλλους μουσουλμάνους μετανάστες που βρίσκονταν στην πλατεία Κουμουνδούρου, με την διοργάνωση γευμάτων στους επικεφαλής των εθνικών ομάδων και με την παραχώρηση εκκλησιαστικής έκτασης στο Σχιστό, προς δημιουργία μουσουλμανικού νεκροταφείου. Κάθε Κυριακή και εορτή βρισκόταν σε κάποιο ναό. Χοροστατούσε στους Εσπερινούς των πανηγυριζόντων Ναών, όπου και του άρεσε να ψέλνει, και τελούσε τη Θεία Λειτουργία. Πάντοτε και σε κάθε ευκαιρία κήρυττε.
Πρωτοποριακό όσο και ελκυστικό – πουλιόταν και στα περίπτερα – ήταν για την Εκκλησία το περιοδικό «Τόλμη» της Αρχιεπισκοπής, που δημιούργησε ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος. Εκλεκτά πνευματικά άρθρα, σημαντικά αφιερώματα και μαζί ενδιαφέροντα ρεπορτάζ και παρεμβάσεις στα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, με τετραχρωμία σε όλες τις σελίδες του. Το Ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος αναβαθμίστηκε και καθιερώθηκε αξιόλογη ιστοσελίδα. Το ραδιόφωνο της Εκκλησίας το ήθελε επέκταση του άμβωνα και ένα χώρο από τον οποίο ο ίδιος και οι άλλοι Επίσκοποι μπορούσαν να επικοινωνήσουν, να διαλεχθούν και να συμβουλεύσουν τον πιστό λαό. Προς τούτο καθιέρωσε την εκπομπή «Λόγος – Διάλογος», στην οποία απαντούσε σε ερωτήσεις ακροατών και είχε πολύ υψηλή ακροαματικότητα. Η εκπομπή υπονομεύθηκε εκ των έσω, από ανθρώπους που δεν αντιλαμβάνονταν τη σκέψη του μακαριστού Αρχιεπισκόπου. Υπονομεύθηκαν επίσης προσπάθειες του, που προήρχοντο από την αγωνία του ο λαός να συμμετέχει περισσότερο στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και στο έργο Της.
Τον μακαριστό τον απασχολούσε ιδιαίτερα η ενημέρωση του λαού επί των όσων τελούνται στην Εκκλησία, αλλά και επί των απόψεών της επί των ζωτικών θεμάτων που τον απασχολούν. Για τα τελούμενα στην Εκκλησία εξέδωσε στη Μητρόπολη Δημητριάδος και επανεξέδωσε στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών ενημερωτικά φυλλάδια για τον γάμο, τη Θεία Μετάληψη, το πρόσφορο και το αντίδωρο, για το καντήλι και το κερί και άλλα. Ιδιαίτερη δραστηριότητα έδειξε στην ενημέρωση των νέων για τον θανάσιμο κίνδυνο των ναρκωτικών. Η Μητρόπολη Δημητριάδος ήταν η πρώτη Μητρόπολη στην Ορθοδοξία, που διοργάνωσε ενημερωτική έκθεση για τη μάστιγα των ναρκωτικών, έκθεση που μεταφερόταν προς ενημέρωση των νέων σε όλη την Ελλάδα.
Την Εκκλησία ο Αρχιεπίσκοπος την έβλεπε πηγή της Αλήθειας, προς την οποία προσέτρεχαν όλοι οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από φύλο, φυλή, γνώσεις και περιουσία. Ιδιαίτερα τον ενδιάφερε να προβάλει ότι η Εκκλησία μιλάει στις ψυχές διασήμων επιστημόνων, ακόμη και αυτών που είναι θεράποντες των θεωρουμένων «επιστημόνων» αιχμής. Προς τον σκοπό αυτό με την ευλογία Του και υπό την αιγίδα Του τον Οκτώβριο του 2000 διοργανώθηκε στο αμφιθέατρο του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. «Δημόκριτος» το σημαντικό διεθνές επιστημονικό συνέδριο, με τίτλο «Επιστήμες, τεχνολογίες αιχμής και Ορθοδοξία». Οι ενότητες του Συνεδρίου ήσαν Αστροφυσική – Φυσική, Τεχνολογίες Αιχμής, Περιβάλλον – Οικολογία, Νευρο – Ψυχικές Επιστήμες, Γενετική Μηχανική – Βιοτεχνολογία. Για τον σκοπό του Συνεδρίου ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος είπε στον χαιρετισμό Του προς τους συνέδρους:
«Ο σκοπός του Συνεδρίου είναι διπλός. Αφενός μεν να έλθουμε ως Εκκλησία σε βαθύτερη κατανόηση της επιστημονικής νοοτροπίας και των συναφών προβληματισμών, αφετέρου δε να δώσουμε την ευκαιρία, μέσα από τις εισηγήσεις και τις συζητήσεις, στο ευρύτερο κοινό, ανάλογα ο καθένας με το επίπεδό του, να διευρύνει τη γνώση του, να διαμορφώσει άποψη, να προσδιορίσει την κατεύθυνση του προβληματισμού του, να καθορίσει τις βασικές παραμέτρους των μεταφυσικών, φιλοσοφικών και κοινωνικών πεποιθήσεων του, να βρει τη σχέση ανάμεσα στην διαρκώς εξελισσόμενη επιστημονική πραγματικότητα και τη διαχρονική και αμετάβλητη θεολογική αλήθεια».
Παρά το ότι σταθερά η προπαγάνδα επιχειρούσε να τον τοποθετήσει πολιτικά Εκείνος παρέμενε φιλικός προς όλους τους πολιτικούς, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, ανεξάρτητα από την πολιτική τους ένταξη και την ιδεολογία τους. Θεωρούσε ότι όλες και όλοι όσοι ασχολούνταν με την Πολιτική ήσαν παιδιά της Εκκλησίας και θα έπρεπε να τους δείξει αγάπη, ανεξάρτητα από τις αρχές τους και να κάνει διάλογο μαζί τους. Ήταν ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος που επισκέφθηκε στα γραφεία του ΚΚΕ την Γενική Γραμματέα του κυρία Αλέκα Παπαρήγα και κατά την ασθένειά του εντύπωση είχαν προκαλέσει οι επισκέψεις πολιτικών αρχηγών, που είχαν έρθει σε αντίθεση με την Εκκλησία, και οι δηλώσεις, στις οποίες αυτοί είχαν προβεί στη συνέχεια. Του αναγνώριζαν, μετά θάνατον, ότι είχε άριστη επικοινωνία με το λαό και ότι δεν διαπραγματευόταν αυτά που θεωρούσε Όσια και Ιερά του Γένους. «Δεν θα τα προδώσουμε, ούτε θα τα πουλήσουμε αντί πινακίου φακής», συνήθιζε να λέγει. Τα πολυπληθή συλλαλητήρια εις Θεσσαλονίκη και Αθήνα για τη διατήρηση της ιδιοπροσωπίας των Ελλήνων, έφεραν την τότε πολιτειακή και πολιτική ηγεσία σε δύσκολη θέση. Ήταν ένας ακόμη λόγος της σε βάρος Του απηνούς πολεμικής.
Για να προλαβαίνει τις πολλαπλές υποχρεώσεις του και να ανταποκρίνεται στον πολύ θερισμό, αφού οι εργάτες είναι ολίγοι, εργαζόταν περίπου δέκα οκτώ ώρες το εικοσιτετράωρο, με ένα εξουθενωτικό πρόγραμμα. Οι Βολιώτες που ξενυχτούσαν και περνούσαν από την οδό Καρτάλη, όπου το οίκημα που διέμενε ο μακαριστός ως Μητροπολίτης Δημητριάδος, συνήθιζαν να βλέπουν ανοικτό το φως του δωματίου του και να το σχολιάζουν θετικά και με θαυμασμό.
Ένα τυπικό ωράριο του μακαριστού, στο Βόλο και στη συνέχεια στην Αθήνα, που ήταν πολύ πιο κουραστικό:
Ξύπνημα στις 6 το πρωί. Αν ήταν να μεταβεί για τη Θεία Λειτουργία ετοιμαζόταν και αναχωρούσε για τον Ιερό Ναό. Κατ’ αυτήν πάντοτε κήρυττε και μετά το αντίδωρο, που ο ίδιος μοίραζε, ανεξάρτητα από την ώρα που θα χρειαζόταν. Στη συνέχεια μετέβαινε στο πνευματικό κέντρο της ενορίας και εκεί ακολουθούσε, σε μια ζωντανή και ευχάριστη ατμόσφαιρα, που ο ίδιος δημιουργούσε, συζήτηση με κληρικούς και λαϊκούς. Δεν έχανε βεβαίως την ευκαιρία να δώσει οδηγίες στους ιερείς σε θέματα που είχε παρατηρήσει και να προωθήσει θέματα της Ενορίας.
Αν ήταν να κατέβει στο γραφείο Του και μετά την προσευχή Του έβλεπε τα χαρτιά Του και ετοίμαζε τις σημειώσεις προς τους συνεργάτες Του, για τις εργασίες που τους ανέθετε, ή υπομνήσεις γι’ αυτές που δεν είχαν ολοκληρώσει. Στο γραφείο Του είχε συνεχείς συναντήσεις, συνεργασίες, συμβούλια, ποιμαντικές επισκέψεις. Θεωρητικά στις 2 μ.μ. ανέβαινε στο διαμέρισμά του για το γεύμα, όπου ποτέ δεν έτρωγε μόνος του. Πάντοτε με τους στενούς του συνεργάτες. Αυτοί συχνά τον περίμεναν επί αρκετή ώρα για το φαγητό, γιατί πάντοτε υπήρχε κάποιο θέμα και παρέτεινε την εργασία του…
Μετά το γεύμα, το οποίο ήταν και γεύμα εργασίας, αφού γινόταν και μια αναφορά των εργασιών της ημέρας από τους συνεργάτες του, πήγαινε να ξαπλώσει στο υπνοδωμάτιό του, για λίγη ξεκούραση, περίπου μιας ώρας. Μαζί του έπαιρνε μια ντάνα από φακέλους, βιβλία διάφορα έντυπα. Διαβάζοντας τον έπαιρνε ο ύπνος, έως την ώρα που ο διάκος του θα τον ξυπνούσε για τη συνέχεια του προγράμματος. Περί την 6η απογευματινή άρχιζε την εργασία του, έως περίπου στις 10μ.μ.Τότε ήταν το δείπνο και ακολουθούσε το Απόδειπνο, πάλι με τους συνεργάτες του. Αποσυρόμενος στο δωμάτιό του άρχιζε να μελετά έγγραφα και να γράφει ιδιοχείρως απαντήσεις, ή οδηγίες προς τους συνεργάτες του. Κανόνας ζωής ήταν να μην μένει έγγραφο αναπάντητο για την επόμενη ημέρα, γιατί ήξερε ότι αν συνέβαινε αυτό τότε θα αναγκαζόταν κάποια ημέρα να παραθεωρήσει έγγραφα, κάτι που δεν το ήθελε με κανένα τρόπο. Ταυτόχρονα ετοίμαζε τις εργασίες της επόμενης ημέρας και προγραμμάτιζε το ιεραποστολικό του έργο. Συνήθως τον έπαιρνε ο ύπνος γύρω στις δύο με τρεις το πρωί…

Λίγα και ατελή τα όσα εγράφησαν για το πλουσιότατο και λίαν καρποφόρο πνευματικά έργο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου στον τομέα του ευαγγελισμού του λαού. Το σημείωσα από την αρχή, ότι δεν είναι καθόλου εύκολο να γράψω για τον μακαριστό χωρίς να αδικήσω την εκκλησιαστική του προσωπικότητα και το πολυσχιδές έργο του. Φοβούμαι ότι και το παρόν κείμενο, φέρνει τον μακαριστό στα μέτρα του υπογράφοντος. Ζητώ συγγνώμη από τον μακαριστό και από τους αναγνώστες μου.-