Η εθνική μας ταυτότητα και ο Αρ. Μπαλτάς
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Για την εθνική μας ταυτότητα χύθηκε πολύ αίμα. Πολλοί οι Νεομάρτυρες, πολλοί και οι Αγωνιστές. Αγωνιστές και Νεομάρτυρες από τα πρώτα χρόνια της σκλαβιάς. Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στο «Νέον Μαρτυρολόγιον», ήτοι στη «Μαρτυρία των Νεοφανών Μαρτύρων» καταγράφει ως πρώτο γνωστό Μάρτυρα τον Άγιο Ιωάννη τον εν Ασπροκάστρω, που καταγόταν από την Τραπεζούντα και μαρτύρησε το 1492, 39 χρόνια μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης.
Από τις πολλές επαναστάσεις των Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, που καταγράφει ο Κωνσταντίνος Σάθας, η πρώτη είναι αμέσως μετά την ναυμαχία της Ναυπάκτου (1571) και καταγράφεται στο Χρονικό του Γαλαξειδίου. Στα Σάλωνα (Άμφισσα) συγκεντρώθηκαν τότε Ρουμελιώτες και Μωραΐτες, περίπου τρεις χιλιάδες. Οι Ενετοί τους γέλασαν ότι θα τους βοηθήσουν και οι Έλληνες μόνοι τους δεν μπορούσαν να τα βάλουν με το ασκέρι των Οθωμανών. Ο Μπέης των Σαλώνων τους ξεγέλασε κι αυτός. Τους διαβεβαίωσε ότι τους πίστεψε πως οι Ενετοί τους ξεσήκωσαν και τους ξεγέλασαν και τους υποσχέθηκε ότι αν παραδοθούν δεν θα τους πειράξει. Όλοι τους παραδόθηκαν και όλοι, πλην ενός, υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο. Ξέφυγε ο Δημήτρης Λυκοθανάσης. Έσπασε τα σίδερα του κελιού και αρπάζοντας το σπαθί ενός τζελάτη (στρατιώτη που ήταν και δήμιος) έσφαξε δυο Τούρκους και τον πορτιέρη και πρόλαβε να πάει στο χωριό του. Σε πέντε ημέρες πέθανε από τις πληγές, τα βασανιστήρια και τις κακουχίες.
Οι Μωραΐτες δεν έπεσαν στην παγίδα του Μπέη των Σαλώνων. Ξέφυγαν, γύρισαν στην Πελοπόννησο και με επικεφαλής τους αδελφούς Μελισσηνούς, τον Αρχιεπίσκοπο Επιδαύρου Μακάριο και τον χωροδεσπότη Θεόδωρο, κατέφυγαν στη Μάνη, όπου σήκωσαν τη σημαία της Επανάστασης. Επί δύο χρόνια με δικά τους χρήματα οι Μελισσηνοί διατήρησαν τον αγώνα, περιμένοντας εις μάτην την βοήθεια που τους είχαν υποσχεθεί οι υπό τον Δον Ζουάν Αυστριακοί και άλλοι ηγέτες της Δύσης…. Απελπισθέντες διέταξαν τους στρατιώτες να επιστρέψουν στα σπίτια τους και οι ίδιοι πέρασαν στη Νάπολι, όπου και πέθαναν. Ο Σάθας σημειώνει ότι οι Ναπολιτάνοι τίμησαν τον πατριωτισμό και τις αρετές αμφοτέρων και ανήγειραν προς τιμήν τους μνημείο στην ελληνική εκκλησία των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου επί του οποίου επεγράφη το εξής επιτύμβιο:
«Μακάριος αρχιεπίσκοπος Επιδαύρου, από Βυζαντίων αυτοκρατόρων εκ της περιφανεστάτης Μελισσηνών και Κομνηνών οικίας, και Θεόδωρος αυτάδελφος, δεσπότης Αίνου, Ξάνθης, και ετέρων πολιχνίων εν Θράκη, έτι δε Σάμου, Μιλήτου, Αμβρακίας, Μεσσηνιακού κόλπου εν Πελοποννήσω, κείνται ενθάδε. Νικητικοίς Ιωάννου Αυστριακού όπλοις εν ναυμαχία προτραπέντες, στρατιάς εξ ιδίων πολιχνίων μεν και πόλεων συλλεχθείσης πεζών μεν 25 χιλιάδων, ιππέων δε τρισχιλίων, πόλεμον κατά Τούρκων διετή ιδίοις επεκράτησεν αναλώμασι. Της δε ελπιζομένης βοηθείας αποτυχόντες, δειχθείσης ιδίοις πίστεως εχθροίς δυνάμεως, Φιλίππου δευτέρου του Ισπανών βασιλέως ευεργεσίαις περαθέντες εν Νεαπόλει, ου πρότερον ταις ψυχαίς ή το ζην κατέπεσον, Θεόδωρος εικοστή Πέμπτη Μαρτίου αφπβ (1582), Μακάριος δε δωδεκάτη Σεπτεμβρίου έτει σωτηρίω αφπε (1585)».
Ο Πατριάρχης Αγαθάγγελος Α΄, τον Φεβρουάριο του 1828 με εγκύκλιό του ζήτησε από τους Έλληνες, που αποτελούσαν τότε το ελεύθερο Ελληνικό κράτος, να δηλώσουν υποταγή στον Σουλτάνο και να επανέλθουν στον Οθωμανικό ζυγό. Συνοδικοί Αρχιερείς από το Φανάρι επισκέφθηκαν στον Πόρο τον Κυβερνήτη της Ελλάδος Ιωάννη Καποδίστρια και του επέδωσαν την «εξωφρενική και αντεθνική αυτή πατριαρχική νουθεσία και έκκληση εθελοδουλείας», όπως γράφει σε μελέτη του ο Δημ. Σοφιανός, δημοσιευμένη στον δεύτερο τόμο του Δελτίου του Κέντρου Ερεύνης τη Ιστορίας του Νεώτερου Ελληνισμού της Ακαδημίας Αθηνών (Αθήνα, 2000, σελ. 19 – 43). Ο Κυβερνήτης τους απάντησε αρνητικά δια ζώσης και τους επέδωσε επιστολή για τον Πατριάρχη, με ημερομηνία 28 Μαΐου 1828. Μεταξύ των άλλων γράφει:
«Περικυκλούμενος και πολεμούμενος ο λαός ούτος εξ ενός μέρους από φοβερά στρατόπεδα…ωθούμενος συχνάκις έως του χείλους της αβύσσου, υπάρχει ακόμη. Και υπάρχει, διότι ο Θεός εξαπέστειλεν εις αυτόν την χάριν του να ευρή εις την χριστιανικήν πίστιν το κράτος του πολεμείν, την ισχύν του εγκαρτερείν εις τα δεινά και την απόφασίν του να απολεσθή μάλλον ή να υποκύψη εις τον ζυγόν, τον οποίον οι πατέρες του εβάστασαν αλλά ποτέ δεν παρεδέχθησαν…
Ομόφωνος και γενική είναι η πεποίθησις αύτη. Ούτε οι προύχοντες, ούτε ο κλήρος, ούτε ο λαός, προς τους οποίους η Υμετέρα Παναγιότης διευθύνεται έχουσιν ούτε δύνανται να έχωσιν άλλην παρ’ αυτήν την πεποίθησιν, χωρίς να εξαχρειωθώσι και να παύσωσι του να είναι άνθρωποι και χριστιανοί.
Πάμπολυ αίμα εχύθη, πάμπολλαι ουσίαι εφθάρησαν εις διάστημα οκτώ ετών πολέμου και δυστυχιών, καθ’ ους ο τόπος ούτος κατηφανίσθη, ώστε όλως διόλου αδύνατον είναι να επανέλθη εις οιανδήποτε κατάστασιν πραγμάτων βάσιν έχουσαν το παρελθόν!»
Σήμερα η Ελλάδα έχει υπουργό Πολιτισμού τον κ. Αρ. Μπαλτά, ο οποίος σημειώνει σε βιβλίο του* πως η εθνική μας ταυτότητα στηρίζεται σε μύθους και δοξασίες, που μας προσδιόρισαν άλλοι και δεχθήκαμε εμείς. Γράφει: «Εθνική μας ταυτότητα είναι το είδωλο που φανταζόμαστε πως ατενίζει το εγγενώς και ανέκαθεν φιλελληνικό ή μισελληνικό βλέμμα του Μπάιρον, του Μέττερνιχ και όλων των δυτικών ομοίων και επιγόνων τους, είδωλο που εκλαμβάνουμε πως καταλαμβάνει τον <τόπο> όπου βρισκόμαστε, δηλαδή που νομίζουμε πως είμαστε εμείς».
Αν ζούμε σε μια παραίσθηση, ότι είμαστε Έλληνες και αν είναι δοτή η ταυτότητά μας εις μάτην χύθηκε τόσο αίμα μαρτύρων και ηρώων. Επίσης ψέματα και φαντασιοκοπήματα έγραψαν ο Σολωμός και οι ιστορικοί της εποχής, του πρώτου κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια συμπεριλαμβανομένου…
Το σοβαρό στην περίπτωση είναι ότι αν επικρατήσει η νοοτροπία ότι είμαστε στην ουσία ανύπαρκτοι, τότε έχουμε τελειώσει ως Έθνος και τότε δεν υπάρχει πρόβλημα να συμμειχθούμε και να απορροφηθούμε από άλλους λαούς, που έχουν επίγνωση της εθνικής τους ταυτότητας, ή και να υποχωρήσουμε στις απαιτήσεις τους.
Ως λαός, πάντως, δεν έχουμε πεισθεί ότι είμαστε τυχάρπαστοι και επομένως δεν προτιθέμεθα να αυτοκτονήσουμε εθνικά. Αντίθετα, έχουμε ισχυρούς δεσμούς με το ιστορικό μας παρελθόν, αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη στους μάρτυρες και στους ήρωες, που μας απελευθέρωσαν, νιώθουμε συνεχιστές των αγώνων τους και υπερηφάνεια που γεννηθήκαμε Έλληνες.-
*Βλ. σχετ. Αρ. Μπαλτά «Αντικείμενα και όψεις εαυτού», Βιβλιοπωλείο της «Εστίας», Αθήνα, 2001, σελ. 130, 131 κ΄ 135