ΑΥΣΤΗΡΩΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Καλαβρύτων και Αιγιαλείας
κ. Αμβρόσιον
Αίγιον
Σεβασμιώτατε,
Αρχάς Αυγούστου έλαβα εις το Λεωνίδιον, όπου διέρχομαι τους μήνας του θέρους, την από 18ης Ιουλίου γραφείσα προς εμέ «αυστηρώς προσωπική» επιστολή σας.
Επί του περιεχομένου αυτής σημειώνω τα κάτωθι:
Μακρυά από μένα η πρόθεσις Ουδέποτε ηθέλησα να σας δώσω «ηχηρότατον ράπισμα», επειδή εξήγησα στους αποστολείς των κειμένων σας τον λόγον, δια τον οποίον δεν θέλω να λαμβάνω τα κείμενά σας.
Πολύ περισσότερο, σας παρακαλώ μην εκλαμβάνετε ως δεν θεωρώ ότι αποτελεί «τιμωρία» σας, τη η διαγραφή μου από τον κατάλογο των παραληπτών των κειμένων σας. Όπως γνωρίζετε, με βάση την ισχύουσα Ευρωπαϊκή μας Νομοθεσία, η οποία είναι και Εθνική, οι κατέχοντες blogs, ιστοσελίδες κ.λ.π. υποχρεούνται να ερωτήσουν τους παραλήπτας των μηνυμάτων τους, εάν επιθυμούν να λαμβάνουν τα μηνύματά τους. Προσωπικώς έχω διακόψει να λαμβάνω τέτοια μηνύματα από διάφορους αποστολείς. Ουδείς θεώρησε ότι η διακοπή αποτελεί «τιμωρία».
Ως προς «μακροχρόνιους πνευματικούς δεσμούς» συμφωνώ μαζί σας. Πράγματι αυτοί παραμένουν ζωντανοί στη μνήμη μου. Και δεν είναι μόνον οι συζητήσεις μας στην Αταλάντη, όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής. Είναι και άλλες συζητήσεις, πολλές με εσάς, περισσότερες με τον Γέροντα μας και με τον πνευματικό σας αδελφό μακαριστό Αρχιεπίσκοπο, με τον οποίο διατήρησα πνευματικό δεσμό από το 1959, τότε ήμουν στην Γ΄ τάξη του Γυμνασίου και γνωριστήκαμε στο Μέσο Κατηχητικό του Αγίου Σπυρίδωνος Σταδίου, έως την κοίμησή του. Εσάς σας εγνώρισα λίγο μετά, όταν ο μακαριστός με έφερε «παπαδάκι», να σας βοηθώ στο Ιερό του Ιερού Ναού των Ταξιαρχών, στο παρεκκλήσιο του Αμαλιείου Ορφανοτροφείου, πλησίον των Ανακτόρων.
Σεβασμιώτατε,
Ο Γέροντας μας, ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος και, πιστεύω, εσείς, θεωρούσατε ότι αποτελούσα μέρος μέλος της πνευματικής σας οικογένειας και έτσι και εγώ αισθανόμουν. Η αφοσίωση μου στο Ίδρυμα, επί θυσία πολλών ωρών εργασίας, η εκάστη Κυριακή απόγευμα απασχόληση των παιδιών με την μετάβαση τους, με το αστικό λεωφορείο, στο γήπεδο της Σχολής Χωροφυλακής για να παίζουν, η χρησιμοποίηση μου ως οδηγού σε μετακινήσεις σας με το σχολικό VW, τα γεύματα υπό της μητρός μου στο πατρικό μου σπίτι, η εκουσία ανάληψη της ευθύνης του Ιδρύματος, όταν σε αυτό υπήρχαν κενά διεύθυνσης, και πολλά ακόμη που έπραξα αφιλοκερδώς και ανιδιοτελώς κοντά σας, προς όφελος της Εκκλησίας και του Ιδρύματος, δικαιολογούν πλήρως την αντίληψη, ότι ήμουν μέλος της οικογένειας. Επομένως γνωρίζω πρόσωπα και πράγματα, έχω βιώσει καταστάσεις και, είμαι αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς γεγονότων, επί των οποίων, φυσικά, έχω προσωπική αντίληψη και βεβαιότητα.
Σεβασμιώτατε,
Όπως σας έχω σημειώσει και στην προηγούμενη προς εσάς «προσωπική επιστολή» μου δεν μου είναι δυνατό να σας συναντήσω. Η πληγή, την οποίαν έχετε προκαλέσει στην ψυχή μου, εξ αιτίας ακριβώς των μακροχρόνιων πνευματικών δεσμών, που μας συνέδεσαν, είναι βαθιά και επώδυνος. Τον πόνο της ξεπερνώ με την λήθη. Αν σας συναντήσω το ψυχικό μου άλγος θα καταστεί περισσότερο οδυνηρό. Η έκρηξη της οργής μου, όταν μου τηλεφωνήσατε και αρνηθήκατε τα, κατ’ εμέ, αυτονόητα και αυταπόδεικτα, δείχνει ακριβώς το πόσο ψυχικά πονώ από τις ενέργειές και τους λόγους σας.
Σεβασμιώτατε,
Συναισθανόμενος πάντα ως μέρος μέλος της οικογένειας δεν ασχολούμαι μαζί σας. Ουδέποτε σχολίασα πράξεις και λόγους σας. Αλλά δεν αντέχω ψυχικά μια συνάντηση μαζί σας. Βεβαίως, είσθε πάντοτε στην προσευχή μου. Ζητώ τη συγγνώμη σας για την εκδήλωση της οργής μου και της ψυχικής μου αδυναμίας να σας συναντήσω. Είναι κάτι, που έχει συμβεί στην εκκλησιαστική μας ιστορία. Ακόμη και Άγιοι της Εκκλησίας μας χώρισαν και ποτέ δεν συναντήθηκαν πλέον. Παράδειγμα οι Απόστολοι Παύλος και Βαρνάβας, ο Μέγας Φώτιος με τον Άγιο Ιγνάτιο και ο Άγιος Κύριλλος με τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο.
Μετά σεβασμού και της εν Κυρίω αγάπης μου
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος